Γιατί δαπανούμε χρόνο και χρήμα, ενώ τίποτα από αυτά δεν μας περισσεύει;
Μετά την τόση κουβέντα για τον στολισμό της Αθήνας φέτος, και καθώς στα Εξάρχεια ήδη κάηκε και το δεύτερο χριστουγεννιάτικο δέντρο που τοποθετήθηκε στην ομώνυμη πλατεία, ίσως σκόπιμο είναι ν’ αναρωτηθούμε γιατί καν μπαίνουμε στον κόπο να στολίσουμε τις πόλεις μας, τα σπίτια μας και τους χώρους εργασίας μας τα Χριστούγεννα. Γιατί ασχολούμαστε; Γιατί δαπανούμε χρόνο και χρήμα, ενώ τίποτα από αυτά δεν μας περισσεύει;
Νομίζω ότι, τελικά, με τον στολισμό κάνουμε μια δήλωση, ότι γιορτάζουμε. Προφανώς πολλά ακολουθούν αυτή τη δήλωση: Ότι είμαστε Χριστιανοί. Ότι δεν διστάζουμε να το δηλώσουμε.
Νομίζω ότι, τελικά, με τον στολισμό κάνουμε μια δήλωση. Η δήλωση αυτή είναι ότι γιορτάζουμε. Ότι δηλαδή πανηγυρικά δηλώνουμε κάτι που πιστεύουμε. Στην περίπτωσή μας τα Χριστούγεννα, δηλαδή τη γέννηση του Χριστού. Γιορτάζουμε, και από τη χαρά μας στολίζουμε, ψωνίζουμε, αλλάζουμε δώρα, φοράμε τα καλά μας ρούχα κλπ.
Προφανώς πολλά ακολουθούν αυτή τη δήλωση: Ότι είμαστε Χριστιανοί. Ότι δεν διστάζουμε να το δηλώσουμε. Ίσα ίσα, στολίζοντας κάνουμε μια έντονη δήλωση προς τους τρίτους για το γεγονός.
Πολλά επίσης μπορεί να σκεφτεί κάποιος τρίτος ότι ακολουθούν αυτή τη δήλωση: Ότι ο στολισμός είναι πρόκληση απέναντι σε ανθρώπους που δεν είναι Χριστιανοί. Ή, ότι ο στολισμός σημαίνει επιμονή σε μια δημοκρατική κοινωνία απέναντι σε ανθρώπους που δεν πιστεύουν σε αυτήν. Ή ότι ο στολισμός σημαίνει (υπερ)κατανάλωση απέναντι σε ανθρώπους που είναι αντίθετοι με αυτήν.
Έχουμε δηλαδή από τη μια μεριά την έντονη δήλωση χριστιανικών, καταναλωτικών κοινωνιών που στολίζονται και γιορτάζουν τα Χριστούγεννα με τον τρόπο που έχουν επιλέξει να το κάνουν, και από την άλλη μεριά την αντίδραση ομάδων μέσα σε αυτές τις κοινωνίες που για τους δικούς της λόγους κάθε μια μπορεί να νιώθει και να σκέφτεται διαφορετικά.
Χρειάζεται επομένως στάθμιση των αντίθετων απόψεων – η αγαπημένη λέξη των νομικών. Με άλλα λόγια, να βρεθεί τρόπος να γιορτάσει η πλειοψηφία χωρίς να νιώσει πολύ άσχημα η μειοψηφία.
Αν με ρωτήσετε, δεν νομίζω ότι τον έχουμε πετύχει σήμερα. Όχι μόνο στην Ελλάδα, γενικά στην Ευρώπη. Οι κάρτες (κυρίως αγγλοσαξόνων) με το Season’s Greetings μου φαίνονται εκτός πραγματικότητας: Για ποιο «season» ακριβώς μου εύχονται; To «season» δεν είναι τα Χριστούγεννα; Αλλιώς, γιατί δεν μου εύχονται επίσης και τον Νοέμβριο ή τον Μάρτιο; Το ίδιο και με τις φάτνες που έφυγαν από τις πλατείες: Γιατί στολίζεται η πόλη, αν όχι για τα Χριστούγεννα; Μήπως έχουμε κανέναν διεθνή διαγωνισμό φωτισμού πόλεων και δεν το έχουμε καταλάβει; Αν είναι έτσι, ας τον κάνουμε Φεβρουάριο, για να μην δημιουργείται
σύγχυση.
Και από την άλλη μεριά έχουμε στην Ελλάδα το παραδοσιακό πλέον κάψιμο του χριστουγεννιάτικου δέντρου, παλαιότερα στο Σύνταγμα και τώρα στα Εξάρχεια. Και όλη αυτή την κουβέντα για το αν και πόσο πρέπει να στολίζεται η πόλη.
Υποκρισία, επομένως. Ναι μεν γιορτάζουμε, αλλά δεν δηλώνουμε τι ακριβώς γιορτάζουμε. Ναι μεν στολίζουμε, αλλά δεν λέμε γιατί ακριβώς στολίζουμε. Ναι μεν ευχόμαστε, αλλά όχι θρησκευτικά. Έτσι βέβαια κανένας δεν είναι ευχαριστημένος, επειδή όλοι νομίζουν ότι καταδιώκονται: Οι Χριστιανοί, επειδή νιώθουν ότι πρέπει να κρύβονται μέσα στο ίδιο τους το σπίτι. Οι υπόλοιποι, επειδή όσο και να μειωθεί η ένταση του εορτασμού τα ίδια τα Χριστούγεννα δεν μπορεί να κρυφτούν εντελώς.
Όμως, μια κοινωνία που αρνείται να δει τι ακριβώς είναι, που δεν κάνει τη σωστή στάθμιση, είναι μια κοινωνία καταδικασμένη οι μεν να τοποθετούν με πείσμα χριστουγεννιάτικα δέντρα στις πλατείες και οι δε να τα καίνε ξανά και ξανά και ξανά.
Δημοσιεύθηκε στο emea.gr