Εάν δεν ξέρετε πού βρίσκεστε, ένας χάρτης δεν θα βοηθήσει

0
2292

Με αφορμή την απόφαση του Ερντογάν να ξανακάνει τζαμί την Αγία Σοφία υπήρξαν πολλές αντιδράσεις και σχόλια. Κάποιοι μίλησαν για την οικουμενικότητα ενός μνημείου του πολιτισμού, άλλοι για το παλαιότερο σύμβολο της ορθοδοξίας αλλά και χριστιανισμού συνολικά. Οι παρατηρήσεις πέρασαν μέχρι και σε ιστορικές αναλύσεις, κατά πόσο το Βυζάντιο είναι η συνέχεια της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας ή του ελληνισμού. Μέσα από όλα αυτά προσπαθούμε να προβλέψουμε και το μέλλον. Οι άνθρωποι, βέβαια, προσπαθούν να προβλέψουν το μέλλον για όσο διάστημα μπορεί να θυμηθεί κανείς. Καταβάλλουμε μεγάλη προσπάθεια για να προβλέψουμε το μέλλον. Τον τελευταίο καιρό κάθε Έλληνας κάνει προβλέψεις για την επιθετική πολιτική του Ερντογάν. Η μετατροπή της Αγίας Σοφίας από μουσείο σε τζαμί φέρνει τον Έλληνα στα άκρα.

Ταπεινή μου γνώμη είναι ότι αυτό που έγινε με την Αγία Σοφία μας θυμίζει πόσο κοντά ιστορικά και πολιτισμικά βρισκόμαστε με το Βυζάντιο. Δεν χάνουμε τίποτα να δούμε κάποια πράγματα… Η Αγία Σοφία χτίστηκε στην Κωνσταντινούπολη από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό, στη θέση παλαιότερου ναού που είχε καεί στη Στάση του Νίκα (532). Η ανέγερσή διήρκεσε 5 χρόνια. Τα θυρανοίξια έγιναν στις 27 Δεκεμβρίου του 537 μ.Χ.. Σύμφωνα με τη βυζαντινή της παράδοση και νοοτροπία, η Εκκλησία ήταν θεσμός ξένος προς το έθνος, θεσμός πολυεθνικός, στα μάτια του οποίου η ομολογία πίστεως μετρούσε περισσότερο από τη φυλή ή ακόμα και τη γλώσσα.

Ο χαρακτήρας της αυτός αποδεικνύεται και σε αυτό που κάποιοι θεωρούν ως το πιο σημαντικό γεγονός στην πρώιμη ιστορία της Ρωσίας. Η μεταστροφή του πρίγκιπα Βλαδίμηρου στο χριστιανισμό το 988-989 μ.Χ., η οποία ακολουθήθηκε από τη μαζική βάπτιση του λαού του στον ποταμό Δνείπερο, προήλθε από μια επίσκεψη Ελλήνων κληρικών στο Κίεβο και μια αντιπαράθεση μεταξύ θρησκειών που είχε οργανώσει ο Βλαδίμηρος προκειμένου να επιλέξει θρησκεία. Η αντιπαράθεση δημιούργησε την ανάγκη επίσημων ερευνητικών αποστολών, περιλαμβανομένης και μιας επίσκεψης στην Κωνσταντινούπολη από τη ρωσική ομάδα, η οποία ήθελε να συγκρίνει την ελληνική θρησκεία με όσα είχε δει από το Ισλάμ και το χριστιανισμό της δύσης. Στην επιστροφή τους οι Ρώσοι ανέφεραν στον πρίγκιπα τους ότι η ομορφιά και η μεγαλοπρέπεια των ελληνικών εκκλησιών και θρησκευτικών τελετών ήταν απερίγραπτα όμορφες με αποτέλεσμα να πειστεί ο Βλαδίμηρος να εκχριστιανιστεί. Του εκχριστιανισμού των Ρώσων προηγήθηκε αυτός των Βούλγαρων.

Το Βυζάντιο υπήρξε η συνέχεια του ελληνισμού, τόσο γλωσσολογικά, φυλετικά όσο και πολιτισμικά. Η Κωνσταντινούπολη ήταν γεμάτη από εξαιρετικές βιβλιοθήκες. Ανάμεσα τους υπήρχαν όχι μόνο έργα βυζαντινών συγγραφέων όπως ο Ζώσιμος, ο Προκόπιος, ο Μιχαήλ Ψελλός και ο Ιωάννης Καντακουζηνός, αλλά και πολύτιμα αντίγραφα των αρχαίων ελλήνων κλασικών που χρησιμοποιούνταν στην ανώτερη εκπαίδευση και περιλάμβαναν μερικά από τα παλαιότερα πλήρη κείμενα μεγάλων στοχαστών, ρητόρων και δραματουργών του αρχαίου κόσμου, όπως ο Πλάτωνας, ο Αριστοτέλης, ο Αριστοφάνης, ο Δημοσθένης και ο Λουκιανός – έργα που δεν υπήρχαν στη χριστιανική Δύση επί αιώνες. Τα έργα αυτά αντιγράφηκαν και μεταφράστηκαν από διανοούμενους της Αναγέννησης και αποτέλεσαν το υλικό των πρώτων εντύπων εκδόσεων των ελληνικών κλασικών στις αρχές του 16ου μ.Χ. αιώνα. Χάρη στους Βυζαντινούς διασώθηκε η λογοτεχνική κληρονομιά και είναι κοινό κτήμα ακόμα και σήμερα.

Την συνέχεια με τον ελληνισμό αποδεικνύει και το γεγονός ότι, η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ή Βυζάντιο, πήρε το όνομα της από την αρχαία ελληνική αποικία των Μεγαρέων, όπου ο Κωνσταντίνος, ο πρώτος χριστιανός αυτοκράτορας της Ρώμης, έκτισε την πρωτεύουσα της νέας αυτοκρατορίας του. Ξεπέρασε χρονικά κάθε άλλη αυτοκρατορία και αυτό το όφειλε στη διπλωματία της. Μέχρι σήμερα είναι η μεγαλύτερη σε διάρκεια.

Εφόσον θεωρήσουμε ως γέννηση του τα εγκαίνια της Κωνσταντινούπολης το 330 μ.Χ. και τέλος του την κατάληψη της πόλης από τους Οθωμανούς Τούρκους, το 1453 μ.Χ., διήρκεσε πάνω από χίλια χρόνια. Η δε βυζαντινή διπλωματία, πάνω στην οποία στήριξε και την για πάνω από χίλια έτη διαιώνιση της, υπήρξε ένα θαύμα, το οποίο χτίστηκε σε αιώνες ελληνικής και ρωμαϊκής εμπειρίας στη συναναστροφή με ξένους. Επίσης συνδύαζε ισχυρά ελληνικά και ρωμαϊκά πολιτισμικά χαρακτηριστικά. Όταν δεν εξασθενούσε από στρατιωτικούς τυχοδιώκτες, οι οποίοι διακατέχονταν από τον διακαή πόθο να επανακτήσουν την αιματοβαμμένη δόξα της Ρώμης, ή από θρησκόληπτους ζηλωτές, η βυζαντινή εξωτερική πολιτική υπήρξε, πραγματικά, η ασπίδα του κράτους.

Η ευέλικτη βυζαντινή διπλωματία, με την προσήλωση της στο παρόν και τη συχνή προσφυγή της στη δύναμη της απόλαυσης, αποτέλεσε το πρότυπο της Δυτικής Ευρώπης. Ανέπτυξε ένα τελείως νέο τρόπο σκέψης για την εξουδετέρωση της απειλής, είτε με την εγκατάσταση και αφομοίωση των ξένων λαών είτε με τη δωροδοκία και τις συγκαλυμμένες ενέργειες είτε με την απόκτηση αίγλης, που θα προκαλούσε δέος στους εχθρούς και θα τους ενέτασσε στους κόλπους της αυτοκρατορίας ως φίλους και συμμάχους. Το Βυζάντιο σκηνοθετούσε επιδείξεις της δύναμης και του πλούτου του για να προκαλέσει δέος στους εχθρούς του. Μέσω της Βενετίας, που για πολύ καιρό παρέμεινε εξαρτημένη από την Κωνσταντινούπολη, αλλά και με τις απευθείας επαφές, οι αρχαίες ρωμαϊκές διπλωματικές πρακτικές, με τα ελληνικά και περσικά στοιχεία, έγιναν ο πυρήνας της σύγχρονης ευρωπαϊκής διπλωματικής πρακτικής.

Το Βυζάντιο, δεδομένου ότι βρισκόταν στο δρόμο διαδοχικών μεταναστευτικών φύλων, δεν μπορούσε να εξασφαλίσει την ακεραιότητα του μόνο με τη στρατιωτική δύναμη. Έπρεπε να διαχειρίζεται τους εχθρούς του με έμμεσο και ουδέτερο τρόπο, στρέφοντας τον ένα ενάντια στον άλλο και, όπως είδαμε και παραπάνω τόσο με τους Βουλγάρους όσο και Ρώσους, προσπαθώντας να τους αφομοιώσει ώστε να ασπαστούν τα ήθη και τη θρησκεία της αυτοκρατορίας, όταν αυτό ήταν δυνατό. Ο πόλεμος ήταν μια δυσάρεστη αναγκαιότητα, στην οποία οι Βυζαντινοί κατέφευγαν μόνο ως τελευταία λύση. Όταν όλες οι άλλες επιλογές είχαν αποκλειστεί, δεν φοβόντουσαν να προσφύγουν όμως…

Συγκεκριμένα, τα λεγόμενα «Τακτικά του Λέοντα» εκφράζουν βαθιά δυσπιστία απέναντι στον ολοκληρωτικό πόλεμο και συστήνουν πιο συνετές εναλλακτικές λύσεις: «Είναι καλό να βλάπτεις τους εχθρούς με δόλο ή με επιδρομές ή με την πείνα, και να τους πλήττεις για μεγάλο χρονικό διάστημα με συχνές επιθέσεις και άλλες πράξεις. Δεν πρέπει πότε να παρασύρεσαι σε μάχη εκ παρατάξεως, όπου τις περισσότερες φορές παρατηρούμε ότι η επιτυχία είναι αποτέλεσμα τύχης μάλλον παρά ανδρείας… Θα πετύχεις συχνές νίκες κατά των εχθρών σου χωρίς πόλεμο, με τα χρήματα. Όταν έχουν άλλους εχθρούς που καραδοκούν, προσφέροντας χρήματα θα τους πείσεις να επιτεθούν στους εχθρούς σου».

Η ιστορία για το Βυζάντιο αρχίζει να παίρνει άσχημη τροπή από τα τέλη του 11ου μ.Χ. αιώνα. Την άνοιξη του 1071 μ.Χ., ο αυτοκράτορας Ρωμανός ο Διογένης συναντάει στο Μαντζικέρτ (πρώην βασίλειο της Αρμενίας στον Καύκασο και σήμερα Μαλαζγκίρτ) τους Σελτζούκους του σουλτάνου Αλπ Αρσλάν. Επακολουθεί μάχη, στην οποία οι Βυζαντινοί ηττώνται κατά κράτος, ενώ ο αυτοκράτορας αιχμαλωτίζεται. Για τους χριστιανούς ιστορικούς, το Μαντζικέρτ ήταν μια από τις πιο αποφασιστικές μάχες στην στρατιωτική ιστορία του κόσμου. Η καταστροφή του αυτοκρατορικού στρατού στο Μαντζικέρτ, φάνηκε πως άνοιγε τον δρόμο για την τουρκική κυριαρχία στην περιοχή.

Το 1204 μ.Χ. οι Βυζαντινοί χάνουν προσωρινά την πρωτεύουσα τους από τους χριστιανούς λατίνους σταυροφόρους και ο Βαλδουίνος, ένας από τους ηγέτες της Δ΄ Σταυροφορίας, στέφεται αυτοκράτορας. Τη νύχτα της 25ης Ιουλίου 1261 μ.Χ. μια ομάδα δεκαπέντε ανδρών του Μιχαήλ Παλαιολόγου, με αρχηγό τους τον στρατηγό Αλέξιο Στρατηγόπουλο, μπήκαν αθόρυβα από την πύλη της. Δεν υπήρξε καμία αντίσταση και μέχρι τα χαράματα η πόλη ήταν στα χέρια του Στρατηγόπουλου. Ο Μιχαήλ Παλαιολόγος  φτάνει στην Κωνσταντινούπολη στις 15 Αυγούστου του ίδιου έτους και επαναφέρει την Κωνσταντινούπολη υπό την κυριαρχία ενός αυτοκράτορα και ενός πατριάρχη που ακολουθούσαν την αληθινή, ορθόδοξη πίστη, και όχι την εσφαλμένη εκδοχή που κήρυτταν οι Λατίνοι.

Μετά από παραπάνω από μια χιλιετία αντίστασης σε επιδρομές Περσών, Αβάρων, Αράβων, Βαλκάνιων, σταυροφόρων κ.α. η Κωνσταντινούπολη πέφτει το 1453 μ.Χ. από τους Οθωμανούς. Το 1450 μ.Χ., η οθωμανική αυτοκρατορία είχε ανακάμψει, και εκείνος που έδωσε τελικά το μοιραίο χτύπημα στο Βυζάντιο ήταν ο νεαρός και φιλόδοξος σουλτάνος Μωάμεθ Β’. Την άνοιξη του 1453 μ.Χ. οργάνωσε μια πολιορκία που όμοια της δεν είχε ξαναδεί η Κωνσταντινούπολη. Ένας στρατός που πλησίαζε τους 80.000 άνδρες και εκατό πολεμικά πλοία.

Με την άλωση της Κωνσταντινούπολης η Αγία Σοφία μετετράπη σε ισλαμικό τέμενος. Παρόλα αυτά η ορθόδοξη εκκλησία διασώθηκε από την καταστροφή. Αυτό συνέβη εν μέρει επειδή ο Μωάμεθ Β’ γνώριζε ότι ήταν προς το συμφέρον του να διατηρήσει το σχίσμα ανάμεσα στους ορθόδοξους και τους καθολικούς, ώστε να σβήσει κάθε ελπίδα στους Βυζαντινούς ότι μπορεί να τους έσωζαν οι δυτικοί.  Η ιστορική απόφαση του Κεμάλ Ατατούρκ το 1934 μετατρέπει την Αγιά Σοφία από τζαμί σε μουσείο. Αυτό μέχρι σήμερα. Ο Ερντογάν εν είδει Μωάμεθ Β’ αποφασίζει να ξαναμετατρέψει την Αγία Σοφία σε τζαμί, αλλά να διασώσει και αυτός την ορθόδοξη εκκλησία – πατριαρχείο – διατηρώντας το σχίσμα.

Η Ορθοδοξία ήταν και παραμένει η σύνθεση του Χριστιανισμού και του ελληνικού πνεύματος, ο αυθεντικότερος κληρονόμος της λαμπρής μεσαιωνικής Αυτοκρατορίας που κράτησε χίλια χρόνια τα τείχη του πολιτισμού εναντίον των Βαρβάρων της Δύσης και της Ανατολής. Και ήταν αυτή που έσωσε το πνεύμα της αυτοκρατορίας, στους μαύρους αιώνες της Τουρκοκρατίας. Η αντίληψη του Πλήθωνος Γεμιστού ότι ο ελληνικός λαός έπρεπε να παραιτηθεί από τις αυτοκρατορικές επιδιώξεις και να περιορισθεί στις αυστηρά εθνικές, μας οδήγησε στην Ελληνική Επανάσταση του 1821 και απελευθέρωση της Ελλάδας. Η ορθοδοξία έχει συνειδητά από τότε απωλέσει την οικουμενικότητα της με σκοπό να διαφυλάξει την εθνική μας κυριαρχία και ασφάλεια.

Με την απόφαση, λοιπόν, του Ερντογάν να μετατρέψει σε τζαμί την Αγία Σοφία μαζί με την ορθοδοξία θίγεται και το έθνος μας. Η απόφαση αυτή θέτει σε αμφισβήτηση την εθνική μας υπόσταση και προσβάλει τα μάλα ολόκληρο τον ελληνισμό. Ο Ερντογάν, ως καλός γνώστης της ιστορίας, το γνωρίζει πολύ καλά αυτό. Και σε αυτό προφανώς στόχευσε.

Το τέλος του Ψυχρού Πολέμου έχει φέρει την Ελλάδα, όπως και κάθε άλλη χώρα και έθνος, σε έναν κόσμο που έχει πολλές ομοιότητες με το ευρωπαϊκό πολιτειακό σύστημα του 18ου και 19ου αιώνα. Η απουσία μιας βασικής ιδεολογίας ή στρατηγικής απειλής αφήνει ελεύθερα τα έθνη να ακολουθήσουν εξωτερικές πολιτικές που βασίζονται ολοένα και πιο πολύ στα άμεσα εθνικά συμφέροντα τους. Κατά τη γνώμη του Χένρι Κίσινγκερ, από τη μια, προέκταση του παρελθόντος, από την άλλη, πρωτοφανή, η νέα παγκόσμια τάξη, όπως εκείνες που διαδέχεται, θα εμφανιστεί σαν μια απάντηση σε τρία ερωτήματα: Ποια είναι τα βασικά σημεία της διεθνούς τάξης; Ποια είναι τα μέσα αλληλεπίδρασης τους; Ποιοι είναι οι στόχοι για τους οποίους αλληλεπιδρούν;

Σε σχέση με εμάς, ο «αυτοκράτορας» Ερντογάν πέραν των παραπάνω ερωτημάτων έχει να απαντήσει και σε ένα ακόμα που θέτει ο ίδιος στον εαυτό του. Αν επιδιώξει πόλεμο με του Έλληνες ποιος θα καταστραφεί; Το 560 π.Χ. περίπου, ο Κροίσος, ο τελευταίος βασιλιάς της Λυδίας, προσπάθησε να προβλέψει τον πόλεμο με τους Πέρσες. Ως εκ τούτου, αποφάσισε να επισκεφτεί τον πιο διάσημο μελλοντολόγο εκείνης της εποχής – το Μαντείο των Δελφών. Η Πυθία τότε του είπε: «Αν ο Κροίσος πάει στον πόλεμο, θα καταστρέψει μια μεγάλη αυτοκρατορία». Ευχαριστημένος από την απάντηση της, ο Κροίσος έφυγε για να αντιμετωπίσει τον περσικό στρατό. Η μάχη ήταν έντονη, αλλά τελικά τελείωσε με την καταστροφή του στρατού του Κροίσου και τη σύλληψή του στα χέρια των Περσών.

Ο Κροίσος ήταν εξοργισμένος και είπε στους Πέρσες πώς είχε παραπλανηθεί από το Μαντείο των Δελφών. Μετά από την αφήγηση του, οι Πέρσες πήγαν στο Μαντείο για να μάθουν από την Πυθία αν όντως είχε προδοθεί ο Κροίσος. Η απάντηση που πήραν από αυτή ήταν: «Η μάντισσα είχε πει την αλήθεια: μια μεγάλη αυτοκρατορία είχε καταστραφεί από τον Κροίσο – αλλά ήταν δική του».

Τώρα που γράφω όλες τις παραπάνω γραμμές η συγκίνηση είναι απερίγραπτη. Αν δεν σας συγκινήσουν και εσάς πολλά από τα παραπάνω, τουλάχιστον θα σας βοηθήσουν να ξεδιαλύνεται ιστορικά κάποια πράγματα που αφορούν τόσο στο Βυζάντιο όσο και στην Ορθοδοξία. Η Ελλάδα πλέον δεν είναι αυτοκρατορία, ούτε και έχει βλέψεις για κάτι τέτοιο. Από όσα αναφέραμε, μπορεί να πάρει όμως πολλά παραδείγματα από τους προγόνους της Βυζαντινούς για να μπορέσει να διαχειριστεί και να αντιμετωπίσει με επιτυχία τον «αυτοκράτορα» Ερντογάν και κλιμακούμενη τουρκική επιθετικότητα. Το μόνο που δεν μπορούν να κάνουν οι παραπάνω γραμμές είναι να γίνουν χάρτης για να μπορέσει να ξαναβρεί το δρόμο του πίσω κάποιος που έχει πλήρη άγνοια του που σήμερα βρίσκεται. Πολύ φοβάμαι ότι εάν δεν ξέρετε πού βρίσκεστε, ένας χάρτης δεν θα βοηθήσει…