Συζήτηση και ψήφιση του Κρατικού Προϋπολογισμού μέσα σε κλίμα ανασφάλειας, οδύνης, φόβου, απαξίωσης, μα κυρίως “τρέλας”. Θεματοφύλακες του Συντάγματος, ιερές δηλώσεις, αυτόχθονες ιθαγενείς, DNA και εμβόλια, κουτάλια που στέκονται όρθια και άλλα τέτοια αδιανόητα. Ναι η σπουδαιότητα της δημοκρατίας φαίνεται στο σεβασμό της άποψης της μειοψηφίας, αρκεί αυτή η άποψη να αποτελεί “φάρμακο” και όχι “φαρμάκι”. Απαξιώνουμε τους πάντες και τα πάντα. Την επιστήμη, τον γιατρό, τους αριθμούς, το πολιτικό σύστημα. Κι όλα αυτά χωρίς ίχνος αυτοκριτικής, χωρίς να έχουμε το θάρρος να αποδεχτούμε που φταίξαμε εμείς. Άλλωστε πάντα έφταιγαν οι άλλοι. Πάντα έφταιγε ένα αδηφάγο κατά τα άλλα κράτος, που κάποιοι δόμησαν προκλητικά και ρουσφετολογικά.
Από το 1981 και μετά, χτίστηκε μία Ελλάδα που όλοι περιμέναμε τα πάντα από το κράτος. Το κράτος να μου βρει δουλειά, το κράτος να μου δώσει το επίδομα, το κράτος να μου δώσει σύνταξη παχυλή και πρόωρη, το κράτος να φτιάξει νοσοκομεία, να φτιάξει σχολεία, πανεπιστήμια, να περιφρουρήσει την τάξη, να εγγυηθεί τα λεφτά μου, να βάλει τάξη στη Δημόσια διοίκηση, να φτιάξει φυλακές, να φτιάξει δρόμους, να μου μάθει να σέβομαι το περιβάλλον, να μην παρκάρω σε θέση αναπήρου, να ικανοποιήσει τα “ρουσφέτια” που ζητώ. “Μη ρωτάς τι μπορεί να κάνει η χώρα σου για σένα, αλλά τι μπορείς να κάνεις εσύ για τη χώρα σου” είχε πει κάποτε ο Τζων Κέννεντυ αλλά…
Δυστυχώς ο τρόπος σκέψης μας ακόμη λιμνάζει. Δυστυχώς η Βαλκανική καταγωγή μας υπερισχύει σε πολλά της Ευρωπαϊκής. Θα μου πεις, εδώ η Ευρώπη έπαψε κάποτε να είναι σύμμαχος και εταίρος και έγινε πιστωτής μας, εσύ μιλάς για συμπεριφορές; Στον αντίποδα μας έχει καταπνίξει μία ακατάσχετη νομολαγνεία. Τα τελευταία 45 χρόνια, έχουν ψηφιστεί περισσότεροι από 5.000 νόμοι και έχουν γίνει περισσότερες από 150.000 νομοθετικές παρεμβάσεις. Ο Ροΐδης είχε πει πριν 150 χρόνια: ”Εις νόμος απαιτείται εις αυτήν τη χώραν, ο οποίος επιτάσσει την εφαρμογή των υπολοίπων νόμων”.
Αυτό που μας λείπει τελικά είναι μία πραγματική ανάγκη για την Ελλάδα του Σεφέρη, του Ελύτη, την Ελλάδα των ”φωτεινών” ανθρώπων. Την Ελλάδα που κατάφερε να διακριθεί με Νομπέλ κάπου, κάποτε. Την Ελλάδα που η κορώνα του ”Εγώ είμαι Έλληνας ρε’’ είναι θέση αξιοπρέπειας και όχι ανούσιας υπεροχής. Αυτή άλλωστε είναι και η διαφορά ανάμεσα στον επικίνδυνο εθνικισμό και στον ειλικρινή πατριωτισμό. Χρειαζόμαστε τελικά μία άλλη κουλτούρα. Έναν άλλο τρόπο σκέψης. Μία άλλη κρατική αντίληψη. Ένα Σύνταγμα που μέσα από ποσοτικούς και ποιοτικούς περιορισμούς, θα καλλιεργήσει νοοτροπίες.
Αν θέλεις να αποκαταστήσεις το χαμένο κύρος της πολιτικής, δώσε τα ηνία σε μη “επαγγελματίες” του είδους. Αν θέλεις να αποκαταστήσεις τη χαμένη αξιοπιστία των θεσμών, πήγαινε στις αναχωρήσεις των αεροδρομίων και μάθε τους λόγους, που τα λαμπρά μυαλά αυτού του τόπου τον εγκαταλείπουν. Αν θέλεις να κάνεις εμβληματικές μεταρρυθμίσεις, άνοιξε την πόρτα του δωματίου όταν κοιμούνται τα παιδιά σου και σκέψου πως θα ήθελες το μέλλον τους. Αν θέλεις τελικά να διορθώσεις μία νοσηρή κατάσταση θέλει τόλμη και φαντασία, μου είχε πει κάποτε στη Λάρισα ένας σπουδαίος δικηγόρος και παλιός πολιτικός…