Η επιλογή Διαμαντοπούλου ήταν έκπληξη;

Η πρόταση του Πρωθυπουργού να διεκδικήσει η Άννα Διαμαντοπούλου την ηγεσία του ΟΟΣΑ ξάφνιασε πολλούς, σα να επρόκειτο για έκπληξη. Ήταν όμως;

Ήταν πραγματικά η έκπληξη που δεν περίμενε  ο έλληνας πολίτης ή ο ψηφοφόρος της ΝΔ;

Η λογική, έως σήμερα, της επιλογής στελεχών της κυβέρνησης είναι η ικανότητα, η εμπειρία, η γνώση και η ματιά στο μέλλον. Ίσως κάποια πρόσωπα δεν τα συγκεντρώνουν όλα αυτά μαζι, ίσως κάποιοι διαθέτουν εμπειρία και γνώση, αλλά δε βλέπουν τον ορίζοντα της Ελλάδας σε ένα παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον. Ίσως κάποιοι είναι νέοι και δημιουργικοί, αλλά τους βλέπουμε να ολισθαίνουν σε σφάλματα απειρίας. Ίσως κάποιοι διαθέτουν όλα τα παραπάνω, αλλά το παρελθόν τους ή το οικογενειακό τους αποτύπωμα δεν τους επιτρέπει να ξεφύγουν από στερεοτυπικές συμπεριφορές.

Ποιος όμως είναι εκείνος ή εκείνη που, ανεξαρτήτως της συμπάθειας ή αντιπάθειας που μπορεί να τρέφει για εκείνη, μπορεί να πει ότι η Άννα Διαμαντοπούλου δε διαθέτει όλα τα παραπάνω προσόντα και, επιπλέον, διάφορες αποχρώσεις αυτών, όπως η διορατικότητα, ως μέρος της πείρας, ή η τόλμη ως μέρος της ικανότητας;

Είναι κοινό μυστικό, και δεν το ακούτε πρώτη φορά εδώ, ότι το άνοιγμα της ΝΔ προς το κέντρο είναι μέσα στα – σχεδόν άμεσα – σχέδια του Κυριάκου Μητσοτάκη. Πλήθος επιλογών του σε πρόσωπα, επιβεβαιώνουν αυτήν την προοπτική.

Η επιλογή της Άννας Διαμαντοπούλου έρχεται να ολοκληρώσει και να «σφραγίσει», κατ’ εμέ, μία ολόκληρη πολιτική ανάπτυξης δυνάμεων, την οποία τα ίδια τα κόμματα μπορεί να μην είναι ώριμα ακόμα να ακολουθήσουν, αλλά τα διακεκριμένα στελέχη τους ανταποκρίνονται στο  κάλεσμα. Η όσμωση αυτή γίνεται βελούδινα και με τρόπο που φαίνεται φυσική και αναμενόμενη. Αυτό συμβαίνει γιατί η μίξη προσώπων με βάση την ικανότητα τους και μόνο, δε γίνεται εν μέσω κάποιου προεκλογικού στρες ή απόδειξης κομματικού έργου.

«Μα δε θέλουμε νέους ανθρώπους; Συνεχώς τους ίδιους θα ανακυκλώνουμε;» μοιάζει να φωνάζουν κάποιοι ουδέτεροι παρατηρητές. Φυσικά και θέλουμε. Μόνο που οι δείκτες του ΟΟΣΑ ασκούν σημαντική επιρροή στην Οικονομία της χώρας μας και  η Άννα Διαμαντοπούλου έχει ήδη το «μαξιλάρι» της θητείας της στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή στολισμένο με αρκετές εύφημες μνείες.

Η τεχνική της διεθνούς προσέγγισης εταίρων και συμμάχων για τη χώρα είναι ένα παιχνίδι που απαιτεί εμπειρία, εκτός από ικανότητα και γνώση, μέσα στα γήπεδα της διπλωματίας και της πολιτικής. Όπως δήλωσε, άλλωστε, και ο Στέφανος Μάνος, τα μέλη του ΟΟΣΑ εκπροσωπούν το 63% του ονομαστικού παγκόσμιου ΑΕΠ.

Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, η ελληνική κυβέρνηση επιλέγει να προωθήσει μία σίγουρη υποψηφιότητα, μία υποψηφιότητα που έχει πολλές πιθανότητες να κερδίσει τη μάχη και να αναδείξει τη χώρα μας.

Με όλα τα εθνικά ζητήματα να τρέχουν, με μία πανδημία που επαναπροσδιορίζει την Οικονομία και με το ΣΥΡΙΖΑ να γκρινιάζει γραφικά όσο καταγράφει απώλειες από το χώρο του Κέντρου, όλο και περισσότερο αυτού ου είδους οι κινήσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη  καταγράφονται ως επιτυχίες για τη ΝΔ.

Όμως, το όφελος της ΝΔ δεν είναι το μείζον και δεν πρέπει να ενδιαφέρει τον έλληνα πολίτη, όπως και τον κάθε πολίτη της γης για κάθε πολιτικό κόμμα. Εκείνο που πρέπει να μας χαροποιεί, πέραν του προφανούς, δηλαδή μίας πολύ καλής επιλογής ενός υπερκομματικού, ικανού προσώπου, που έρχεται να προστεθεί σε επιλογές όπως η ΠτΔ και υπουργοί της κυβέρνησης, για τα οποία πρόσωπα θεωρήθηκε «κίνηση ματ» η επιλογή τους (τόσο κλισέ, αλλά τόσο ακριβές!),η διεύρυνση του ιδεολογικού φάσματος μέσα σε ένα και μόνο κόμμα, και μάλιστα κυβερνόν, διασφαλίζει τον υπερκομματικό χαρακτήρα του και εκπαιδεύει τους πολίτες σε μία αξιοκρατική προσέγγιση της επιλογής των εκπροσώπων τους.