Στην παραπάνω φράση πιστεύω πως φανερώνεται όλο το νόημα της Εκκλησίας. Θυμάμαι που είχα συναντηθεί πριν από μερικά χρόνια με τον κ. Αλέξανδρο Κατσιάρα, θεολόγο και Δ/ντη του ΡΣ της Εκκλησίας της Ελλάδος, στο γραφείο του. Με το πέρας της συνάντησης μου είχε δωρίσει κάποια εκκλησιαστικά συγγράμματα. Ένα από αυτά, «Όταν ο Θεός πεθαίνει» (εκδόσεις Αρμός), ήταν δικό του, και μάλιστα πολυσέλιδο. Ενώ διάβασα με μεγάλο ενδιαφέρον τα υπόλοιπα, που δεν ήταν πολυσέλιδα, εξαιτίας κυρίως του όγκου του ανέβαλα συνέχεια να το διαβάσω. Μέχρι πρόσφατα.
Αφορμή να το διαβάσω τώρα μου έδωσε κυρίως το γεγονός ότι η Εκκλησία βρίσκεται για μια ακόμα φορά υπό διωγμό και εκτίθεται από βαθειά θρησκόληπτους. Σκοπός μου δεν είναι να κάνω παρουσίαση του βιβλίου, πολλώ δε μάλλον να προσηλυτίσω κάποιον. Άλλωστε η Εκκλησία δεν είναι θρησκεία και ως μη θρησκεία αποκηρύσσει τον προσηλυτισμό. Σκοπός μου είναι να αφήσω κάποιον που την εκπροσωπεί να «μιλήσει» ο ίδιος για αυτή. Μέσα από τη σκέψη του κ. Κατσιάρα να δώσω τόσο στους διώκτες της όσο και στους βαθειά θρησκόληπτους να καταλάβουν τι πραγματικά είναι Εκκλησία και όχι τι λανθασμένα νομίζουν ότι είναι. Αν είναι να την κατακρίνουν ή να την εκθέτουν, ας έχουν τουλάχιστον την γνώση για το τι είναι και εκπροσωπεί.
Αλλά πάλι ίσως να «είναι βολικότερο να ασχολείται κανείς με το καρφάκι που βρίσκεται στο μάτι του συνανθρώπου παρά με το δοκάρι που φράσσει το δικό του μάτι», όπως αναφέρει ο Αλέξανδρος Κατσιάρας στο σύγγραμμα του, Ο Θεός πεθαίνει. Δεν θα μπορούσε να είναι πιο προφητικός.
Ο κ. Κατσιάρας από τότε αναρωτιέται… «Δεν είναι παράλογο να έχουν γνώμη για την Εκκλησία όλοι όσοι δεν συμμετέχουν τακτικά μέσα στα μυστήρια, ή όσοι την εννοούν ως κέντρο διερχομένων που σφύζει από κινητικότητα Χριστούγεννα και Πάσχα ή Δεκαπενταύγουστο – οι δηλωμένοι χριστιανοί είναι 95% και οι εκκλησιαζόμενοι κάθε Κυριακή το 2% με βάση τις δημοσκοπήσεις -, ή ακόμα και όσοι δεν πιστεύουν καθόλου σε αυτή; Εξολοθρεύουν και χλευάζουν τους πιστούς στο όνομα της επιστήμης. Η πίστη, μπορεί να έχει και επιστημονικές ή ιστορικές αλήθειες, αλλά δεν είναι ένα επιστημονικό γεγονός. Είναι ένα εσχατολογικό». Το να υπάρχουν ανησυχίες, λέω εγώ, από κάποιους εξαιτίας της πανδημίας το θεωρώ πολύ φυσιολογικό. Ναι, αλλά μέχρι εκεί! Το να την αναδεικνύουν, από την άλλη πλευρά, ως θρησκεία κάποιοι είναι απαράδεκτο! Ως εδώ, λοιπόν!
Στο σύγγραμμα του αυτό, ο κ. Κατσιάρας ουσιαστικά κάνει ένα διάλογο με την συγγραφέα κ. Μάρω Βαμβουνάκη. «… Η Εκκλησία δεν είναι θρησκεία», μας λέει. «Η θρησκεία είναι αποκάλυψη του Θεού από τον ίδιο. Η Εκκλησία στηρίζεται αποκλειστικά στην αγάπη και την ελευθερία. Η θρησκεία βασίζεται στον ίδιο τον άνθρωπο. Είναι ανθρώπινο κατασκεύασμα. Είναι σύστημα αρχών, ιδανικών και ιδεών. Η θρησκεία είναι ένας τρόπος μέσω του οποίου ο άνθρωπος προσπαθεί να ικανοποιήσει τη λαχτάρα και τον πόθο για θέωση, μέσα από τον ίδιο εν τέλει τον εαυτό του. Είναι ένα παραμύθιασμα. Ο Χριστός ήλθε και «κατάργησε» τη θρησκεία. Ο Χριστός είναι άθεος απέναντι σ’ έναν θεό της θρησκείας».
Επειδή το σύγγραμμα του είναι εκτενές, αγγίζει τις 700 σελίδες, αποφάσισα να μεταφέρω, μαζί με τα παραπάνω, τα, κατ’ εμέ, πιο αντιπροσωπευτικά αποσπάσματα. Η δε σειρά που έχει επιλεγεί είναι τέτοια ώστε να μπορεί να διαμορφωθεί ένα κατανοητό, συνοπτικό αλλά και πολύ επεξηγηματικό και ολοκληρωμένο κείμενο. Ας μάθουμε, λοιπόν, τι πραγματικά είναι Εκκλησία…
“Η Εκκλησία δεν είναι θέμα πλειοψηφίας, ούτε δημοψηφισμάτων. Το πολίτευμα της Εκκλησίας δεν είναι δημοκρατικό ούτε θεοκρατικό, αλλά προσωποκεντρικό. Ούτε η αλήθεια της είναι θέμα σύνθεσης των ποικίλων απόψεων που μέσα από δημοκρατικές διαδικασίες απαρτίζουν κάποιο κείμενο που ικανοποιεί όλους! Αυτό είναι μια πλάνη, ένα ψέμα, ένας λαϊκισμός. Ο λαός στην Εκκλησία έχει σχέση ιερατική με τον επίσκοπο όχι δημοκρατική. Η αλήθεια στην Εκκλησία είναι προσωπική και ποτέ δημοκρατική. Ο χώρος της Εκκλησίας δεν συμπίπτει με τα «θέλω» μας, ούτε με την εξυπηρέτηση ψυχολογικών ή άλλων φυσιοκρατικών αναγκών, αλλά με την απελευθέρωση μας από αυτά.
Δεν είναι οργανισμός ή θεσμός, είναι θεανθρώπινη σχέση. Είναι μέσα στον κόσμο, αλλά δεν είναι «εκ του κόσμου». Ο Χριστός προσλαμβάνει την ανθρώπινη φύση επειδή είναι πρόσωπο – και όχι επειδή έχει θεανθρώπινη φύση ή πρόσωπο ή προσλαμβάνει την ανθρώπινη φύση. Ένα πρόσωπο δεν το επικρίνεις. Το πρόσωπο ή το αρνείσαι ή το δέχεσαι… Αυτό ή το πιστεύεις ή το αρνείσαι, ή λες κάποια βίδα έχει «λασκάρει» σε όσους το δέχονται.
Η πίστη δεν είναι θέμα νόησης, όσο εμπιστοσύνης και διαθεσιμότητας. Η πίστη είναι ένα γεγονός παράδοσης και αφοσιώσεως σ’ ένα άλλο πρόσωπο, χωρίς να γνωρίζεις γιατί. Παραδίδεσαι έτσι… έτσι ακατανόητα… ενάντια στις δυνάμεις της λογικής και του αισθήματος που σου προτείνουν το αντίθετο. Στην Εκκλησία δεν εξηγείς, αλλά ζεις. Δεν αναλύεις, αλλά συμμετέχεις. «Αν μου λέγανε πως από εδώ είναι η αλήθεια κι από εκεί ο Χριστός, εγώ πάλι τον Χριστό θα διάλεγα», γράφει ο Ντοστογιέφσκι.
Οι λέξεις στην Εκκλησία έχουν άλλο περιεχόμενο, άλλο ήχο, άλλο αντίλαλο. Για την Εκκλησία θεωρούνται ζωντανοί μόνο όσοι είναι σε σχέση με τον Χριστό. Ζωντανός είναι για την Εκκλησία εκείνος που είτε ως «βιολογικά ζωντανός» είτε ως «βιολογικά νεκρός» έχει σχέση με τον Χριστό, ενώ νεκρός είναι εκείνος που, είτε ως «βιολογικά ζωντανός» είτε ως «βιολογικά νεκρός», δεν έχει σχέση με τον Χριστό.
Στην Εκκλησία δεν υπάρχει η έννοια του λαού, όπως απαντά στον κόσμο, ιδιαίτερα μετά το Διαφωτισμό, όπου οι εξουσίες πηγάζουν από τον λαό. Οι εξουσίες στην Εκκλησία πηγάζουν από τον Χριστό και δωρίζονται από το Άγιο Πνεύμα στους πιστούς μέσω του επισκόπου. Οι σχέσεις μέσα στην εκκλησία δεν είναι δημοκρατικές, αλλά ιεραρχικές. Για τούτο και ο λαός, δηλαδή η Εκκλησία, δεν εκπροσωπείται ούτε αντιπροσωπεύεται από κανέναν, ούτε από τον επίσκοπο, αλλά προσωποποιείται στον επίσκοπο… κάθε κρίση είναι αφορμή για μια εκ νέου οριοθέτηση της αλήθειας.
Η Εκκλησία φανερώνεται ιστορικά ως μια κοινότητα με κεφαλή τον επίσκοπο και μέλη τους πιστούς. Ο επίσκοπος εικονίζει τον Χριστό και οι πιστοί τα μέλη του. Ούτε η κεφαλή νοείται χωρίς μέλη, ούτε τα μέλη χωρίς κεφαλή. Ο ιερέας λειτουργεί στο όνομα του επισκόπου. Ο επίσκοπος στο όνομα του Χριστού, αλλά σε αναφορά με την κοινότητα. Η Σύνοδος σε αναφορά με τον πρόεδρο και ο πρόεδρος σε αναφορά με τη Σύνοδο, και από κοινού σε αναφορά με τον λαό των Εκκλησιών των επαρχιών των. Και ιδού το μεγαλείο της Ορθόδοξης πίστης: η διδασκαλία περί προσώπου, όπου «το πρόσωπο είναι μια ταυτότητα που πηγάζει από μια σχέση».
Η συμμετοχή μας στην Εκκλησία φανερώνεται ως μετοχή στα μυστήρια της. Η Εκκλησία στα μυστήρια φανερώνεται. Η λατρεία του Χριστού πραγματώνεται στη Σύναξη, που είναι η Ευχαριστία. Για τούτο και ο κανόνας είναι σαφής: όποιος απέχει αδικαιολόγητα τρεις συνεχείς Κυριακές από τη Σύναξη, είναι α-σύνακτος, και επειδή είναι ασύνακτος δεν μπορεί να κοινωνεί (κανών π’, ς’ Οικ. Συνόδου). Ουσιαστικά όλα τα επιτίμια και οι κανόνες έρχονται να επιβεβαιώσουν την πεποίθηση ότι ο ασύνακτος είναι και ακοινώνητος. Η Ορθοδοξία θεωρεί την Εκκλησία εδραιωμένη στην Ευχαριστία. Κάθε αποστασιοποίηση από την Ευχαριστία έχει επιπτώσεις στην ταυτότητα και στον ρόλο της Εκκλησίας.
Ο Χριστός είναι προσωπικά παρών μέσα στην εκκλησιαστική κοινότητα, ως Εκκλησία. Ο Χριστός στην ευχαριστιακή σύναξη είναι βρώσιμος και πόσιμος. Σώμα και Αίμα. Προσφέρων και προσφερόμενος. Ο Χριστός δεν υπάρχει έξω από αυτή, και αυτή δεν υπάρχει χωρίς αυτόν. Η κοινότητα αυτή συνάζεται ιστορικά γύρω από τον επίσκοπο, που είναι «εις τόπον και τύπον Χριστού». Η κοινότητα αυτή είναι μια ευχαριστιακή κοινότητα. Κέντρο της Σύναξης είναι η θεία Ευχαριστία. Η Ευχαριστία είναι το κορυφαίο γεγονός και η ύψιστη πράξη φανερώσεως της εκκλησιαστικής κοινότητας. Είναι «το πέρας όλων». Η ενότητα της κοινότητας είναι ενότητα πίστεως και ζωής. Οι προϋποθέσεις για να μετέχει είναι δυο: η ελευθερία και η αγάπη.
Στην Εκκλησία κανείς από μόνος του δεν είναι κάτι. Για την Ορθοδοξία, μόνος του κανείς δεν «κάνει» την Εκκλησία, όσο και να προσευχηθεί. Ένας χριστιανός, ίσον κανένας. Την Εκκλησία την συγκροτεί όχι η όποια ατομική προσευχή του όποιου έστω τέλειου πιστού, αλλά μόνο μια προσευχή, η προσευχή του Χριστού.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία ποτέ δεν έχει πρόβλημα με καμία επιστήμη και με κανένα κράτος. Ούτε συγκρούεται. Ούτε νιώθει να απειλείται από τίποτα, απεναντίας συνιστά στον πιστό να κάνει προσωπική χρήση των επιτευγμάτων τους. Η αληθινή Εκκλησία δεν διεκδικεί ρόλο κοινωνικού εταίρου, ούτε θέτει κοσμικούς, φυσικούς ή ιδεοκρατικούς στόχους, αλλά οντολογικούς. Μιλά για το πως ο άνθρωπος θα ξεπεράσει τη φθορά και θα πετύχει την αιώνιο ζωή. Υποσχέσεις για αλλαγή του κόσμου στο εδώ και τώρα δίνει μόνο η ψευδοεκκλησία. Για την Εκκλησία οι «πεθαμένοι» είναι πάντοτε «κοιμηθέντες». Το ερώτημα στο οποίο καλείται να απαντήσει η Εκκλησία είναι ένα και μοναδικό: νικιέται ο θάνατος ή όχι; Για τα άλλα φροντίζουν πολλοί, και πολλάκις με επιτυχία.
Η Εκκλησία προσεγγίζει τα πράγματα οντολογικά, εσχατολογικά. Αντλεί νόημα από το ερχόμενο και όχι από το συμβεβηκός. Στην Εκκλησία πλησιάζουμε τα πράγματα, και κυρίως τον άνθρωπο, όχι με βάση το παρελθόν ή το τώρα, αλλά με βάση αυτό που θα είναι στο τέλος, αφού ο τέλειος (ολόκληρος) άνθρωπος είναι μια εσχατολογική πραγματικότητα. Στην Εκκλησία δεν σε καθορίζει ό,τι έκανες στο παρελθόν, αλλά το μέλλον, η μετάνοια.
Ο άνθρωπος είναι ελεύθερος να διαλέξει ό,τι θέλει. Άμα διαλέξει, δεν μπορεί να κάνει ό,τι θέλει. Είναι ελεύθερος να ενταχθεί ή να μην ενταχθεί στην Εκκλησία. Με την ένταξη πια, ρωτάει τι θέλει ο Χριστός. Ο άνθρωπος γίνεται πιστός μόνο όταν ελεύθερα διαλέγει να εφαρμόζει το θέλημα του Χριστού, δηλαδή την εντολή της αγάπης. Δεν μπορεί όμως να λές ότι αγαπάς, και να μη θέλεις να είσαι στη θεία Λειτουργία, μαζί με τον Θεό και με τους αδελφούς. Είναι σχιζοφρένεια να αναγνωρίζεις τα θεωρητικά ως σημαντικό και στην πράξη να το ακυρώνεις. Το να είσαι μέλος σ’ ένα σώμα απαιτεί κάποιες προϋποθέσεις και κριτήρια. Η παραβολή των Δέκα Παρθένων δείχνει πως υπάρχουν κάποια όρια. Θα υποστήριζε κανείς ότι είναι δυνατόν να υφίστανται ερωτευμένος που να μην θέλει να βρίσκεται διαρκώς με το αγαπημένο του πρόσωπο; Κι όμως αυτό το παράλογο υπερασπίζεται η εκκοσμικευμένη αντίληψη περί Εκκλησίας. Δέχεται σχέση εξ αποστάσεως, εγκεφαλική, συνεισφέροντας με αυτόν τον τρόπο στην εκπόρνευση της εκκλησιαστικής ζωής.
Η Εκκλησία αντιπροσωπεύει κάτι οικουμενικό. Αυτό το «ψευδομόρφωμα», όπως θα μπορούσε να το αποκαλέσει κανείς, κατασκευάστηκε το 1833 από τις προστάτιδες Δυνάμεις, με τη συμβολή και εγχώριου στοιχείου, και αναγνωρίστηκε κακώς από το Οικουμενικό Πατριαρχείο το 1850. Η Εκκλησία της Ελλάδος δεν υπήρχε ως αυτοκέφαλος με την έννοια που την γνωρίζουμε σήμερα. Δηλαδή είχαν περάσει κοντά 30 χρόνια από την Επανάσταση του 21. Η ελλαδική αυτοκεφαλία επιβλήθηκε από τις ξένες δυνάμεις για πολιτικούς λόγους και δεν προέκυψε από πραγματικούς εκκλησιαστικούς λόγους. Οι ξένες δυνάμεις της Δύσης πρέσβευαν το διαφωτιστικό δόγμα ότι μια τέλεια κρατική ανεξαρτησία σημαίνει και εκκλησιαστική ανεξαρτησία, θέλοντας με αυτό να περιορίσουν την παπική αυθαιρεσία και ταυτόχρονα να υποτάξουν την ανεξαρτητοποιημένη Εκκλησία στον ηγεμόνα (ένα Έθνος, ένα Κράτος, μια Εκκλησία).
Η Εκκλησία δεν διώκει, δεν απειλεί και δεν πολεμά ποτέ κανέναν. Αυτό το κάνουν όσοι θέλουν να εξουσιάζουν και να τυραννούν. Όσοι έκαναν την Εκκλησία θρησκεία. Κινδυνεύει να είναι ένα κράμα όπου προεξάρχει ο γνωστικισμός, ένας κακοποιημένος πλατωνισμός, ένας παραμορφωμένος διαφωτισμός, ο νεοπαγανισμός, με αποτέλεσμα να έχουμε μια εκκλησία που ελληνίζει επικίνδυνα, που πλατωνίζει πεισματικά, που λαϊκίζει αφόρητα, που λογοκρατείται και ψυχολογίζει σε βαθμό αστάθμητο.
Ίσως θα ήταν ενδιαφέρον να δούμε τις συνέπειες στην περίπτωση της αποσύνδεσης της ιεροσύνης από την επαγγελματική και βιολογική αποκατάσταση του κληρικού. Ο απόστολος Παύλος ζει όχι από το αποστολικό λειτούργημα, αλλά από την τέχνη της σκηνοπηγίας. Σήμερα ο ιερέας σε πολλές «ορθόδοξες χώρες» είναι συνήθως δημόσιος υπάλληλος που τελικά θα πρέπει να συμμορφώνεται με τον εργοδότη του και να δικαιολογεί τα χρήματα που παίρνει!”
Πέραν της εισαγωγής, δεν έχω προσθέσει κανένα δικό μου σχόλιο. Θα κλείσω λοιπόν όπως ξεκίνησα, με ότι πιο χαρακτηριστικό για την Εκκλησία μας: Η πιο ωραία μας μέρα, είναι η όγδοη μέρα!