Το φαινόμενο των σχολικών και πανεπιστημιακών καταλήψεων είναι μια κατάρα που μαστίζει την χώρα στα χρόνια της μεταπολίτευσης. Αφορμή να ξεκινήσει υπήρξε βεβαίως το μεγάλο κίνημα του Πολυτεχνείου κατά τη διάρκεια της δικτατορίας. Τότε ομολογουμένως ήταν δικαιολογημένο και μάλιστα επιβεβλημένο καθώς επρόκειτο για περίοδο κατάλυσης της δημοκρατίας, οπότε σκοπός τους ήταν να καταργήσουν το τότε φασιστικό κράτος. Από το 1974 και μετά, όμως, η δημοκρατία αποκαταστάθηκε στη χώρα.
Από τότε στα πανεπιστήμια και σχολεία μας κατοχυρώνεται και η ασυλία ιδεών. Προσοχή όχι η κατάληψη δημόσιας περιουσίας! Η ασυλία ιδεών! Η οποία και εφαρμόζεται, όπως και σε κάθε άλλο πολιτισμένο κράτος στη δύση. Τι δεν εφαρμόζεται; Υπάρχει νόμος που απαγορεύει τις καταλήψεις των σχολείων. Γενικότερα τις καταλήψεις οποιασδήποτε δημόσιας υπηρεσίας. Πρόκειται για το άρθρο 168 του Ποινικού Κώδικα. Δεν εφαρμόζεται! Υπάρχει και νόμος που επιβάλει να διωχθούν οι γονείς ή κηδεμόνες που έχουν την επιμέλεια ανηλίκων, όταν αυτοί τελούν αξιόποινες πράξεις. Πρόκειται για το άρθρο 360 του Ποινικού Κώδικα (σε συνδυασμό με τα άρθρα 122 και 123). Ούτε κι αυτό εφαρμόζεται!
Αφού ο νόμος δεν εφαρμόζεται, άρα δεν υπάρχει και κάτι άδικο, ουδείς λογοδοτεί όταν καταλαμβάνονται σχολεία και πανεπιστήμια ούτε για τις καταστροφές που γίνονται εκεί μέσα και οι καταλήψεις έχουν γίνει καθεστώς, η γάγγραινα διαιωνίζεται. Από τη στιγμή που η δημοκρατία αποκαταστάθηκε, το ερώτημα που πλέον τίθεται, αν συνεχίζουμε να θέλουμε να καταργήσουμε κάτι και αυτό είναι το σημερινό δημοκρατικό κράτος τότε τι ακριβώς επιδιώκουμε;
Ας τα πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Για τον κυρίαρχο, δηλαδή κράτος, μίλησε διεξοδικά ο Μακιαβέλι. Για τον Μακιαβέλι, αποστολή του κυρίαρχου, του ηγεμόνα, είναι η διατήρηση της θέσης του, δηλαδή η διατήρηση της ακεραιότητας και της ανεξαρτησίας της επικράτειας που εξουσιάζει. Αυτό βοηθάει τον Μισέλ ντε Μονταίν να θεμελιώσει το «μυστικιστικό» του «θεμέλιο». Προσδιορίζοντας τους μια αυθεντία αναφέρει ότι «οι νόμοι διατηρούνται στη βάση της πίστης-εμπιστοσύνης, όχι επειδή είναι δίκαιοι, αλλά επειδή είναι νόμιμοι. Πρόκειται για το μυστικιστικό θεμέλιο της αυθεντίας τους, δεν έχουν κάτι άλλο».
Τι είναι δίκαιο όμως; Από όποια ιδεολογική πλευρά κι αν το προσεγγίσει κανείς το κράτος είναι ισχύς. Το αυτό και ο νόμος του κράτους. Αυτό βέβαια, κατά τον Μονταίν, δημιουργεί την διάκριση των νόμων, δηλαδή το δίκαιο, από τη δικαιοσύνη. Από τότε το δίκαιο δεν μπορούμε να το απομονώσουμε μέσα σε ασφαλή σύνορα, αλλά επίσης ούτε εντός όλων των πεδίων, το ηθικό, το πολιτικό, το τεχνικό, το οικονομικό, το ψυχο-κοινωνιολογικό, το φιλοσοφικό, το λογοτεχνικό κλπ.. Παρόλα αυτά δεν πρέπει να συγχέουμε το επίπεδο της φιλοσοφικής, καλλιτεχνικής ή επιστημονικής κλπ αίσθησης του κόσμου με το επίπεδο της καθημερινής εμπειρίας. Και το τελευταίο αυτό επίπεδο τροποποιείται βέβαια στην πορεία της ιστορίας.
Η πορεία της ιστορίας αποδεικνύει, όμως, ότι όλοι θέλουμε την ειρήνη, αλλά δεν θα την επιτύχουμε εφόσον δεν συμφωνήσουμε μεταξύ μας ποιος αποτελεί τη σοβαρότερη απειλή για την ασφάλεια μας. Η δουλειά του κράτους (ηγεμόνα), κατά τον Χομπς, είναι να πάρει αυτή την απόφαση για λογαριασμό μας: να αποφασίσει αποτελεσματικά ποιος ή τι απειλεί την ειρήνη. Ποιο είναι το δίκαιο και ποιο το άδικο. Ο Χομπς αφήνει ένα σοβαρό κενό στη σκέψη του. Μπορείς να ανέχεσαι κακές κυβερνήσεις από το φόβο της ακυβερνησίας; Η απάντηση δίνεται λίγο αργότερα, κατά τον 18ο αιώνα, μέσα από το κίνημα του Διαφωτισμού.
Ένα μέρος του κενού αυτού έρχεται να το καλύψει, λοιπόν, ο Μοντεσκιέ. Με τον Μοντεσκιέ καθιερώνεται ο επιμερισμός της εξουσίας ως προϋπόθεση της κοινωνικής ισορροπίας και μαζί της ελευθερίας. Η συνταγματική διάκριση των εξουσιών γίνεται το κλειδί για σταθερή πολιτική αφού παραχωρείται σε διαφορετικούς φορείς εξουσίας – εκτελεστικής, νομοθετικής και δικαστικής – το δικαίωμα να εκπροσωπούν το κράτος μέσω των ξεχωριστών αρμοδιοτήτων τους. Δεδομένου του παραπάνω, ο Μοντεσκιέ αναφέρεται στην ύπαρξη δυο ειδών διαφθοράς. Το ένα όταν ο λαός δεν τηρεί τους νόμους. Το άλλο, όταν διαφθείρεται από τους νόμους.
Το υπόλοιπο κενό έρχεται να καλύψει ο Ζαν Ζακ Ρουσσώ. Ο Ρουσσώ ξεκινάει το σύγγραμμα του Περί του Κοινωνικού Συμβολαίου με μια φράση από την Αινειάδα του Βιργιλίου: «Τις δίκαιες συμφωνίες καλούμε νόμους». Η διοργάνωση κοινωνίας είναι βάση όλων των άλλων και θεμελιώνεται στις συμβάσεις. Η ίδρυση πολιτικής κοινότητας, με τη σύναψη κοινωνικού συμβολαίου, παράγει τη νομική κατηγορία της αδικοπραγίας. Άδικο είναι οτιδήποτε αντίκειται στους καθιερωμένους από το θετικό νόμο κανόνες. Το κράτος (ηγεμόνα) τον περιορίζει ένα κοινωνικό συμβόλαιο. Σαφώς και συνεχίζει να υφίσταται ο νόμος και μέσω του κράτους να έχει ισχύς.
Η συναίνεση και ο καταναγκασμός πάνε μαζί και βρίσκονται σε σχέση αλληλεξάρτησης. Πρόκειται για μια προσέγγιση που θεμελιώνει το σύγχρονο κράτος, δηλαδή τον θεσμό που κυριαρχεί στο πολιτικό σκηνικό από την εποχή τόσο των Χομπς και Μονταίν όσο και των Μοντεσκιέ και Ρουσσώ. Από τη μια, μονάχα μέσα σε συνθήκες πολιτικών κοινωνιών στάθηκε δυνατό να κυριαρχήσει ο φυσικά ασθενέστερος πάνω στον φυσικά δυνατότερο, μονάχα έτσι μπόρεσε να ασκηθεί εξουσία και ισχύς χωρίς διαρκή άσκηση ή απειλή βίας. Από την άλλη, αντιλαμβάνεστε ότι η έκταση του δικαίου του άλλου ανθρώπου δεν μπορεί να επεκτείνεται στο άπειρο. Αυτά ως προς τον κυριαρχούμενο.
Από την Ελλάδα, δυστυχώς, εξαιτίας της τουρκοκρατίας δεν πέρασε ο διαφωτισμός. Και από ότι φαίνεται δεν έχει περάσει ακόμα. Στην Ελλάδα η αστική τάξη είναι σε νηπιακό ακόμα στάδιο, δεν έχει καταστεί ακόμα λειτουργική η διάκριση των εξουσιών – αν υπήρχε διάκριση η δικαιοσύνη όφειλε να καταγγείλει κάθε μορφή κατάληψης δημόσιας περιουσίας – και το «κοινωνικό συμβόλαιο» έμεινε μόνο σύνθημα στο στόμα λαϊκιστών για να ανέλθουν στην εξουσία.
Δεν έχουν γίνει βήματα δηλαδή; Σαφέστατα και έχουν γίνει αλλά όχι προς την κατεύθυνση του Διαφωτισμού αφού δεν έχει περάσει ακόμα από εδώ. Έχουν γίνει προς την κατεύθυνση του κομμουνισμού, του αναρχισμού, της ακροδεξιάς και της βίας, που πέρασαν και έχουν ηγεμονεύσει. Γιατί και βίας; Εκείνοι που προσδίδουν μια εικόνα δικαίου ως βία είναι ο Marx και ο Engels, οι οποίοι ταυτίζουν αδιάλειπτα και εσφαλμένα τη βία με τις σχέσεις εξουσίας, και μόνον μ’ αυτόν τον τρόπο καταφέρνουν να ισχυρισθούν χωρίς πολλές θεωρητικές περιπλοκές το πρωτείο της οικονομίας (του τρόπου παραγωγής). Η ταύτιση της κοινωνική ισχύς με την γυμνή βία τους εξυπηρετεί στο να μπορέσουν να ερμηνεύσουν και να δικαιολογήσουν την δικτατορία του προλεταριάτου ως φανέρωση θεϊκής βίας (άμυνας).
Η θεϊκή βία (άμυνα) δεν βρίσκεται μόνο στον κομμουνισμό, όμως. Βρίσκεται και στον αναρχισμό. Κοινό χαρακτηριστικό όλων των αναρχικών κινημάτων είναι το αίτημα τους για κατάργηση του κράτους, το οποίο βλέπουν ως βασικό καταπιεστικό παράγοντα περιορισμού της ελευθερίας του ατόμου ή και της κοινωνίας.
Από τον φασισμό της χούντας – η τρίτη θεϊκή βία – και το «τα πάντα είναι εντός του κράτους και τίποτα ανθρώπινο ή πνευματικό δεν υπάρχει ούτε αξίζει έξω από το κράτος» περάσαμε στο φασισμό για αντικατάσταση της τάξη ενός κράτους με μιαν άλλη, στην ήπια του μορφή, έως και κατάργηση του κράτους στην σφόδρα. Η ελληνική νεολαία ποτέ δεν γαλουχήθηκε και δεν γαλουχείται, δεν διδάχτηκε και δεν διδάσκεται και φυσικά δεν αγωνίστηκε και δεν αγωνίζεται για τα πολιτικά και ηθικά διδάγματα του Διαφωτισμού.
Η νεολαία μας προσηλυτίζεται από μπροσούρες κομμουνιστικές, αναρχικές και ακροδεξιές. Η συντριπτική πλειοψηφία όχι μόνο των οπαδών αλλά και των στελεχών του κομμουνισμού και αναρχισμού «γνωρίζουν» την υποτιθέμενη «ιδεολογία» μόνο από μπροσούρες. Ελάχιστοι από αυτούς έχουν μελετήσει τα ογκώδη συγγράμματα του Μαρξ, του Ένγκελς, του Λένιν και των άλλων κλασσικών μαρξισμού-λενινισμού, όπως και αντίστοιχα του Κροπότκιν, του Μπακούνιν, του Μαλατέστα και άλλων κλασσικών του αναρχισμού. Έτσι, δεν έχουν μάθει τις περιπλοκές, τις αντιφάσεις, τις γενικότητες, τις αοριστολογίες και τις ουτοπίες των αποτυχημένων θεωριών τους.
Προσηλυτίζεται, όμως και από ακροδεξιούς, όχι για την εύρυθμη και σωτήρια για τον πολίτη λειτουργία ενός κράτους αλλά για την αξία της βαρβαρότητας του, για τον Αγών του. Η χώρα μας δεν είναι μόνο πολέμιος του Διαφωτισμού. Στην χώρα μας έχει επικρατήσει ο ακροαριστερός και ακροδεξιός φασισμός που και οι δυο μαζί αποσκοπούν στον αφανισμό της πολιτικής κοινότητας, δηλαδή του αστικού, φιλελεύθερου και δημοκρατικού μας κράτους. Και μόνο όπου δεν υφίσταται πολιτική κοινότητα, αλλά ζούγκλα, δεν υπάρχει τίποτα που να είναι άδικο…