Οι Έλληνες είναι ένας πολύ εργατικός λαός, που τον έχει συνθλίψει η πρωτόγονη οικονομία του

0
3116

Οι προβλέψεις για την Ελλάδα λένε πως έως το 2070 ο πληθυσμός της χώρας θα έχει μειωθεί στα 8,5 εκατομμύρια. Ενώ όμως ο πληθυσμός από 10 έως 69 ετών θα έχει μειωθεί έως και κατά 15%, ο πληθυσμός από 69 ετών ως 80 θα έχει διπλασιαστεί. Τα στοιχεία λένε ακόμη πως ο δείκτης εξάρτησης ηλικιωμένων θα έχει εκτοξευθεί στο 65% από το 38% σήμερα. Και η διάμεση ηλικία θα ανεβεί στα 52 από τα 45 χρόνια σήμερα. Θυμάμαι τις αφηγήσεις του συγχωρεμένου παππού μου, πολύτεκνου αγρότη, που μου εξιστορούσε πως έφερε στη ζωή και μεγάλωσε πέντε παιδιά κατά τη διάρκεια και αμέσως μετά τον 2οΠαγκόσμιο Πόλεμο, όταν ο Έλληνας αγρότης έκανε πολλά παιδιά όχι μόνο επειδή τα θεωρούσε ευλογία και ευτυχία, αλλά και επειδή χρειαζόταν εργατικά χέρια να τον βοηθάνε στις καλλιέργειες του. Και αυτό μας πάει στο επόμενο ζητούμενο. Μπορεί να λυθεί με κάποιο τρόπο η δυσμενής αυτή πραγματικότητα;

Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της Ετήσιας Γεωργικής Στατιστικής Έρευνας (ΕΓΕ) της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ), η συνολική καλλιεργούμενη γεωργική γη (αροτραίες καλλιέργειες, κηπευτική γη, μόνιμες καλλιέργειες και αγραναπαύσεις) κατά το έτος 2018 ανέρχεται σε 32.216,8 χιλιάδες στρέμματα. Τα σημαντικότερα είδη καλλιεργειών που παρατηρούνται στο σύνολο της χώρας είναι το σιτάρι σκληρό (το 2018 καλλιεργήθηκαν 3.123,1 χιλ. στρέμματα και παρήχθησαν 928,5 χιλ. τόνοι), το αραβόσιτο (το 2018 καλλιεργήθηκαν 1.108,7 χιλ. στρέμματα και παρήχθησαν ι 1.287,9 χιλ. τόνοι), το βαμβάκι (το 2018 καλλιεργήθηκαν 2.805,3 χιλ. στρέμματα και παρήχθησαν 859,6 χιλ. τόνοι), τα αμπέλια (το 2018 καλλιεργήθηκαν 892,5 χιλ. στρέμματα και παρήχθησαν ι 819,9 χιλ. τόνοι), οι πορτοκαλιές (το 2018 καλλιεργήθηκαν 293,1 χιλ. στρέμματα και παρήχθησαν 744,8 χιλ. τόνοι), τα ροδάκινα – νεκταρίνια (το 2018 καλλιεργήθηκαν 395,8 χιλ. στρέμματα) και οι ελαιώνες (το 2018 καλλιεργήθηκαν 7.921,0 χιλ. στρέμματα και παρήχθησαν 2.764,6 τόνοι ελιών και 327,7 χιλ. τόνοι ελαιόλαδου).

Στον κλάδο παραγωγής κτηνοτροφικών προϊόντων τα σημαντικότερα είδη ζώων που παρατηρούνται στο σύνολο της χώρας είναι τα βοοειδή (το 2018 ανήλθαν σε 625.673 και 42,4 χιλ. τόνοι βόειου κρέατος), οι χοίροι (το 2018 ανήλθαν σε 719.727 και 79,9 χιλ. τόνοι χοιρινού κρέατος), τα πρόβατα (το 2018 ανήλθαν σε 8.908.739 και 52,4 χιλ. τόνοι πρόβειου κρέατος), τα κατσίκια (το 2018 ανήλθαν σε 3.941.960 και 20,2 χιλ. τόνοι κρέατος) και οι όρνιθες (το 2018 ανήλθαν σε 37.299.748 και 244,3 χιλ. τόνοι κρέατος). Επίσης, συνολικά παρήχθησαν 1.919,9 χιλ. τόνοι γάλακτος, 101,7 χιλ. τόνοι μαλακού τυριού και 1.376,0 εκατ. αυγά.

Σύμφωνα με μελέτη της PwC του 2018,τα τρόφιμα αποτελούν τον μεγαλύτερο κλάδο μεταποίησης στην Ελλάδα, ενώ μαζί με τα ποτά αντιπροσωπεύουν το 29% του συνόλου σε επίπεδο συνολικής απασχόλησης και συνολικών εσόδων. Η πλειονότητα των εταιρειών του κλάδου (~ 15.799 το 2015) είναι μικρές, οικογενειακές επιχειρήσεις, που απασχολούν λιγότερα από 10 άτομα. Ωστόσο, αυτές αντιπροσωπεύουν μόνο το 18% των συνολικών εσόδων του κλάδου (€ 2,6 δισ.). Οι εξαγωγές αποτελούν το 37% της παραγωγής και αφορούν κατά πλειοψηφία «non-branded» εξαγωγές. Πέντε υποκλάδοι είναι εξαγωγικοί, με τους υπόλοιπους να είναι απολύτως εσωστρεφείς. Υπάρχουν όμως παραδείγματα εσωστρεφών υποκλάδων που εμφανίζουν υψηλή ταχύτητα αύξησης εξαγωγών οδηγούμενοι από το μεγάλο τους μέγεθος όπως τα γαλακτοκομικά. Ο κλάδος κυριαρχείται από μόνιμα εσωστρεφείς εταιρείες, ενώ έχει μια εξωστρεφή διάσταση χαμηλού δυναμικού.

To έλλειμμα ανταγωνιστικότητας και εξωστρέφειας οφείλεται στην έλλειψη κεφαλαίων για επένδυση σε branding και απόκτηση μεριδίου αγοράς, χαμηλή καινοτομικότητα προϊόντων, μικρό όγκο παραγωγής ανά προϊόν και περιορισμένα footprints στις ξένες αγορές.

Τα ανωτέρω προβλήματα έρχεται να επιβεβαιώσει και πρόσφατη δημοσίευση στοιχείων του Γραφείου Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων της ελληνικής πρεσβείας στο Λονδίνο, από τα οποία προκύπτει πως οι ελληνικές εξαγωγές ελαιολάδου έχουν υποχωρήσει στην τέταρτη θέση, με τις τρεις πρώτες να τις καταλαμβάνουν η Ισπανία και η Ιταλία, βασικοί παραγωγοί ελαιολάδου, και η Γερμανία που δεν έχει παράδοση στο συγκεκριμένο προϊόν. Και εύλογα θα αναρωτηθεί κανείς, που στο καλό βρίσκουν οι Γερμανοί το ελαιόλαδο! Προφανώς, επειδή οι έλληνες παραγωγοί, δεν μπορούν να ελέγξουν μεγάλες αγορές, οι Γερμανοί το αγοράζουν σε τιμές χονδρικής από την Ελλάδα και δίνοντας του υπεραξία το εξάγουν σε αγορές που ελέγχουν αυτοί.

Η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας δημοσιεύει πρόσφατα μελέτη στην οποία αναζητά την ευκαιρία των ελληνικών τροφίμων στις διεθνείς αγορές. Ξεχωρίζει πέντε τρόφιμα με επιτυχημένες εξωστρεφείς στρατηγικές: την ελιά, το γιαούρτι, το μέλι, το ακτινίδιο και το μήλο. Δεδομένου του ασύμμετρου πλήγματος της πανδημίας μεταξύ των μεσογειακών χωρών (με την Ελλάδα σε θετική σχετικά θέση), η συγκυρία μπορεί να θεωρηθεί ευνοϊκή για τη διεκδίκηση του δυνητικού μεριδίου της Ελλάδας στις διεθνείς αγορές τροφίμων (βάσει των παραγωγικών δυνατοτήτων της χώρας μας). Μια πρώτη εκτίμηση του οφέλους της εξωστρεφούς αυτής στρατηγικής (βάσει της σχετικής μας θέσης με τη κύρια ανταγωνίστρια Ιταλία) κινείται κοντά στα €1,2 δις ετησίως (με τις εξαγωγές τροφίμων να αυξάνονται σε €6 δις από €4,8 δισ. το 2019).

Στην μελέτη παρουσιάζεται ότι η Ελλάδα είναι η μόνη ευρωπαϊκή χώρα που είχε ανοδικές εξαγωγικές παραγγελίες τροφίμων κατά το δίμηνο της πανδημίας (Απρίλιο-Μάιο). Σημειώνουμε ότι η Ιταλία (κύριος ανταγωνιστής μας στη διεθνή αγορά τροφίμων) σημείωσε κάθετη πτώση του δείκτη εξαγωγικών παραγγελιών τροφίμων (-27 μονάδες το δίμηνο Απρίλιο-Μάιο, απο -12 μονάδες τον Μάρτιο, -1 μονάδα κατά το πρώτο δίμηνο του έτους και -1 μονάδα το 2019).

Παρόλα αυτά προβλήματα δημιουργούν στον κλάδο οι, εξαιτίας της πανδημίας, εκτεταμένοι διασυνοριακοί έλεγχοι ιδιαιτέρως σε ευπαθή φρέσκα τρόφιμα. Επιπλέον, σημαντική είναι η αύξηση του κόστους μεταφοράς λόγω της μείωσης της μεταφορικής δυναμικότητας (πτώση της αεροπορικής δυναμικότητας κατά 30% λόγω της κατακόρυφης μείωσης των επιβατικών πτήσεων κατά σχεδόν 70%, οι οποίες διεκπεραίωναν το ήμισυ των αεροπορικών εμπορευματικών μεταφορών), η καθίζηση του τουρισμού, πάλι εξαιτίας του κορονοϊού, και η εξάρτηση της διαδικασίας συγκομιδής από εργατικό δυναμικό γειτονικών χωρών.

Η πανδημία έχει όμως επηρεάσει και τις καταναλωτικές μας συνήθειες. Σε αναλυτικό ρεπορτάζ της η Wall Street Journal εξηγεί πως οι Αμερικανοί καταναλωτές αγοράζουν και πάλι, αλλά το τι αγοράζουν αντανακλά τους μεγάλους φόβους για απειλές διαρκείας στην υγεία και ανατροπές στη ζωή μας από την πανδημία. Παρά την επανέναρξη της κυκλοφορίας και τη χαλάρωση των μέτρων, οι καταναλωτές συνεχίζουν να επιλέγουν το «μένουμε σπίτι», φαίνεται να πιστεύουν ότι θα συνεχίσουν για πολύ ακόμη την κοινωνική αποστασιοποίηση, υπάρχει διάχυτος ο φόβος ότι η πανδημία θα είναι μαζί μας για πολύ καιρό. Οι καταναλωτές είναι λιγότερο διατεθειμένοι να μείνουν μέσα σε ένα κατάστημα για πολλή ώρα και να δουν έτσι όλο το εμπόρευμα. Και αυτό είναι κάτι που δημιουργεί μία πρόσθετη πίεση στα έσοδα του λιανεμπορίου αφού όσο περισσότερο ο καταναλωτής μένει σε ένα μαγαζί για να κοιτάξει τα προϊόντα τόσο περισσότερα δαπανά.

Από τα ανωτέρω καταλαβαίνουμε ότι οι προαναφερόμενοι παραγωγικοί τομείς της χώρας έχουν να αντιμετωπίσουν τόσο κινδύνους όσο και προκλήσεις. Έχουν, όμως, να απαλλαγούν και από τα κακώς κείμενα που την κρατάνε πίσω. Η αριστερή σοβιετία της χώρας, άρπαγες του παραγωγικού χρήματος και υποστηρικτές των υψηλών φόρων και διόγκωσης του δημοσίου, μας έχουν κάνει να θεωρούμε όλα τα λαμπρά επιτεύγματά μας σήμα κατατεθέν της ντροπής, μας έχουν κάνει ν’ αντιμετωπίζουμε την ευημερία μας σαν ενοχή, τους σπουδαίους βιομήχανους μας σαν παλιανθρώπους και τα εργοστάσιά μας προϊόν και ιδιοκτησία μυϊκού μόχθου, του ίδιου μόχθου των αλυσοδεμένων σκλάβων που έχτισαν υπό το φόβο του μαστιγίου τις πυραμίδες της Αιγύπτου. Το χρήμα είναι η ρίζα όλων των κακών, μας λένε. Πιστεύετε στ’ αλήθεια ότι το χρήμα είναι η ρίζα όλων των κακών; Όταν το χρήμα παύει να είναι το εργαλείο συναλλαγής μεταξύ των ανθρώπων, τότε εργαλείο γίνονται οι ίδιοι οι άνθρωποι.

Επίσης, ας πάψουμε να ζητιανεύουμε χρήματα, δηλαδή επιδοτήσεις. Δεν έχουμε πάρει ακόμα το μάθημα μας ότι δεν είναι σωστό να ζητιανεύει κανείς στον κόσμο των επιχειρήσεων; Ειδικά στον αγροτικό τομέα και τομέα των τροφίμων δεν πήραμε το μάθημα μας με την κατασπατάληση τους; Πάντα πίστευα ότι ο καθένας βρίσκεται στη θέση που του αξίζει, ανάλογα με το τι έχει να προσφέρει, ανταλλάσσοντας αξία με αξία. Μπορώ να συγκεντρώσω χρήματα μόνο προσφέροντας στον κόσμο μια σπουδαία επιχειρηματική ευκαιρία. Αυτό βέβαια προϋποθέτει τόσο ένα ισχυρό τραπεζικό σύστημα όσο και την παρουσία εγχώριων και διεθνών επενδυτών, αρχή που δεν ισχύει σήμερα, και δεν καταλαβαίνω πως είναι δυνατό να δεχόμαστε να ζούμε με επιδοτήσεις αλλά χωρίς ένα ισχυρό τραπεζικό σύστημα και επενδυτές!

Στην Ελλάδα για να πάμε μπροστά οφείλουμε να εγκαταλείψουμε τις προκαπιταλιστικές μας παθογένειες. Προκαπιταλιστικά, αντί του ρίσκου και της αλλαγής, το σύνθημα ήταν «πρώτα η ασφάλεια». Αντί της συντομότερης και πιο αποδοτικής μεθόδου παραγωγής, επιλεγόταν η πιο χρονοβόρα και απαιτητική σε εργατικά χέρια. Η διαφήμιση απαγορευόταν και η σκέψη και μόνο ότι ένας τεχνίτης ήταν δυνατό να δημιουργήσει καλύτερης ποιότητας προϊόντα απ’ τους συναδέλφους του θεωρούνταν προδοσία. Μη διαθέτοντας γη, εργασία και κεφάλαιο, ο Μεσαίωνας δεν διέθετε ούτε αγορά. Και χωρίς αγορά, η κοινωνία κυβερνιόταν απ’ την παράδοση και τη διαταγή. Οι αφέντες έδιναν τις εντολές και η παραγωγή αυξομειωνόταν ανάλογα. Όπου δεν υπήρχαν εντολές, η ζωή ακολουθούσε την πεπατημένη. Εν έτει 2020 είναι ποτέ δυνατόν για να παράγουμε να χρειάζόμαστε την άδεια ανθρώπων που δεν παράγουν τίποτα;

Ο αγροτικός τομέας και αυτός των τροφίμων έχουν κάνει κάποια βήματα ανοδικά τα τελευταία έτη. Παρόλα αυτά η ιστορία δεν παίρνει απότομες στροφές. Η εθνική ισχύς είναι ο φυσικός σκοπός της οικονομικής δραστηριότητας, και από τα πιο σπουδαία συστατικά για την εθνική μας ισχύ είναι οι ανωτέρω τομείς. Ο Τόμας Μουν, διευθυντής της Εταιρίας Ανατολικών Ινδιών, στο «Ο θησαυρός της Αγγλίας από το εξωτερικό εμπόριο», αναφέρει ότι το «σύνηθες μέσο» με το οποίο ένα έθνος αυξάνει τον πλούτο του και τους θησαυρούς του είναι το εμπόριο, «όπου θα πρέπει πάντοτε να τηρούμε τον εξής κανόνα: να πουλάμε εμείς στους ξένους περισσότερα κατ’ έτος απ’ όσα θα καταναλώνουμε εμείς από τα δικά τους σε αξία». Ακόμα να μάθουμε αυτόν τον χρυσό κανόνα των σημερινών αγορών!

Οι Έλληνες είναι ένας πολύ εργατικός λαός, που τον έχει συνθλίψει η πρωτόγονη οικονομία του. Η Ελλάδα πέραν του μακροπρόθεσμου δημογραφικού της προβλήματος από το φθινόπωρο έχει να αντιμετωπίσει και κάτι πιο βραχυπρόθεσμο, καθώς μόνο από τον κλάδο του τουρισμού και εστίασης αναμένονται πάνω από 250.000 απολύσεις. Στον αριθμό αυτό δεν συμπεριλαμβάνονται και άλλοι κλάδοι, αν όχι ολόκληρη η ελληνική οικονομία, που σίγουρα θα επηρεαστεί από την ραγδαία πτώση στον τουρισμό και που σίγουρα θα υπάρξουν και εκεί απολύσεις.

Η πραγματικότητα είναι όντως δυσμενής! Ας καταλάβουμε, λοιπόν, το έξης: Είναι φορές που ο ρυθμός της ζωής επιβραδύνεται, κομπιάζει, όπως το νερό που τρέχει από μια υδρορροή ανοίγοντας ένα στενό αυλάκι στο έδαφος της αυλής. Η ροή συναντάει ένα βουναλάκι χώμα, μένει για λίγο στάσιμη, σχηματίζει μια μικρή λιμνούλα, διστάζει, δοκιμάζει πασπατευτά να διαπεράσει το βουναλάκι που την εμποδίζει ή προσπαθεί να κυλήσει από κάτω του. Εξαιτίας του εμποδίου, το νερό καμιά φορά χωρίζεται και συνεχίζει τον δρόμο του σε τρία ή τέσσερα λεπτά νήματα. Ή παραιτείται και αφήνεται να το απορροφήσει το χώμα…