Σύμφωνα με πρόσφατο εβδομαδιαίο δελτίο οικονομικών εξελίξεων της Alpha Bank από δεδομένα που άντλησε από τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, τα μηνύματα δεν είναι ιδιαίτερα θετικά για τους επόμενους μήνες του έτους, αλλά και για το 2022, για την οικονομία μας. Η ελληνική οικονομία έχει αρχίσει από τον 09/2020 να δέχεται πληθωριστικές πιέσεις, οι οποίες αναμένεται να αυξηθούν δραματικά τους επόμενους μήνες. Ενδεχομένως να αποτελεί μία δομική αλλαγή με μονιμότερα χαρακτηριστικά, παρά το γεγονός ότι η επικρατούσα άποψη μεταξύ των υπεύθυνων χάραξης οικονομικής πολιτικής είναι ότι πρόκειται για ένα προσωρινό φαινόμενο που οφείλεται στην ταχύτερη προσαρμογή της ζήτησης σε σχέση με την προσφορά σε μία μετα-πανδημική κανονικότητα.
Η απότομη άνοδος του πληθωρισμού είναι ένα παγκόσμιο φαινόμενο που οφείλεται στην μεγάλη άνοδο των τιμών της ενέργειας και ιδιαίτερα του πετρελαίου και του φυσικού αερίου – για την Ελλάδα που κατέχει σημαντικά υψηλό ποσοστό ενεργειακής εξάρτησης (74,1%, το 2020 από 60,7% το 2019) σε σύγκριση με τον Ευρωπαϊκό μέσο όρο το πρόβλημα είναι σαφώς οξύτερο. Επίσης, στις διαταράξεις στις παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες.
Επιπλέον, στην αποδυνάμωση του ευρώ έναντι του δολαρίου κατά 4% από την αρχή του έτους (στοιχεία έως 17.09.2021) που έχει επιπρόσθετη αυξητική επίδραση στο ενεργειακό κόστος του πετρελαίου και του φυσικού αερίου, τα οποία εκφράζονται σε δολάρια.
Σε αυτό το σκηνικό, το δυσμενές σενάριο για την εξέλιξη της πανδημίας υποθέτει αναζωπύρωση της κρίσης τους επόμενους μήνες, με την εμφάνιση πιο μολυσματικών μεταλλάξεων του κορωνοϊού, εξέλιξη που θα μείωνε την αποτελεσματικότητα των εμβολίων, ενώ θα εισάγονταν εκ νέου αυστηρά περιοριστικά μέτρα.
Κατά τη διάρκεια της πανδημίας το οικονομικό πρόβλημα στις οικονομίες των ευρωπαϊκών χωρών αποφεύχθηκε από την προσωρινή εγκατάλειψη του Συμφώνου Σταθερότητας και την αξιοσημείωτη άνοδο του μεγέθους των ισολογισμών των κεντρικών τραπεζών, εξαιτίας της των αγορών στοιχείων ενεργητικού, γνωστές και ως ποσοτική χαλάρωση (Quantitative Easing ή QE). Αρκετές από τις παρεμβάσεις που υιοθέτησαν οι κεντρικές τράπεζες για την αντιμετώπιση της πανδημίας άρχισαν να περιορίζονται, ενώ, όπως έχουν ήδη ανακοινώσει η Fed και η ΕΚΤ, επίκειται και η σταδιακή διακοπή των αγορών περιουσιακών στοιχείων (tapering). Θεωρητικά, η μείωση θα πρέπει να οδηγήσει σε υψηλότερα επιτόκια. Ήδη ακούγεται η επιστροφή σύντομα στις δεσμεύσεις του Συμφώνου Σταθερότητας.
Το 2020 το Χρέος Γενικής Κυβέρνησης ως ποσοστό του ΑΕΠ διαμορφώθηκε στο 205%, το Ισοζύγιο Τρεχ. Συναλλαγών ως ποσοστό του ΑΕΠ στο -7% περίπου και το Πρωτογενές Ισοζύγιο της Γεν. Κυβέρνησης ως ποσοστό του ΑΕΠ, χωρίς την επίπτωση της υποστήριξης των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, στο -7% περίπου. Οι μέχρι τώρα προβλέψεις για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας το 2021 μιλάνε για αύξηση 6%-7%, χωρίς, όμως, ακόμα να μπορεί ακόμα να μιλήσει κανείς για το μέγεθος του αποπληθωρισμού που θα πρέπει μέχρι το τέλος του έτους να υπολογιστεί.
Κατά τη διάρκεια της πρόσφατης οικονομικής κρίσης υπήρξαν 200.000 λουκέτα σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις και χάθηκαν 520.000 θέσεις εργασίας. Παρά το γεγονός ότι συνεχίζουν να υπάρχουν εταιρείες ζόμπι, υποτίθεται ότι η αγορά μικρομεσαίων επιχειρήσεων εξυγιάνθηκε σε ένα μεγάλο βαθμό. Κατά πρόσφατη, όμως, δήλωση του Υπουργού Ανάπτυξης, από τις συνολικά 830.000 ελληνικές επιχειρήσεις που παραμένουν, αυτές οι οποίες δύνανται να χρηματοδοτηθούν, να δανειοδοτηθούν από τις τράπεζες, είναι περίπου 40.000!!! Όμως, ο υπουργός δεν εντοπίζει το πρόβλημα στο πόσο υποχρηματοδοτούμενες ήταν και συνεχίζουν να είναι οι ελληνικές επιχειρήσεις και αδύναμο, μετά από πολλαπλές ανακεφαλαιοποιήσεις, το τραπεζικό σύστημα, αλλά στο μέγεθος τους. Και αν δεν χρηματοδοτηθούν οι άλλες 790.000, αν δεν χαθούν, πως θα γίνουν μεγάλες; Κι αν χαθούν θα αφαιρέσουμε ακόμα περισσότερες εκατοντάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας;
Με την απώλεια 520.000 θέσεων απασχόλησης κατά τη διάρκεια της κρίσης και αδυναμία εξεύρεσης εξειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού που ανεβάζει το κόστος, την άνοδο των τιμών, την εκτόξευση στις τιμές του ηλεκτρικού και του φυσικού αερίου και την αποδυνάμωση του ευρώ έναντι του δολαρίου ο επόμενος χειμώνας θα είναι πολύ δύσκολος.
Η κυβέρνηση ποντάρει στην αντίδραση σαν πιεσμένου ελατηρίου της οικονομίας από τα € 20 δισ. του Ταμείου Ανάκαμψης, το οποίο, παρά το γεγονός ότι θα είναι εμπροσθοβαρές, αφορά την επόμενη επταετία. Όλα τα άλλα, (από τα € 32 δισ. της Ε.Ε, συν τα ΕΣΠΑ και τις δόσεις των δανειστών από ομόλογα -€ 600 – € 700 εκατ. σε κάθε δόση) είναι μόνο δανεικά και θα δίδονται, κι αυτά την επόμενη επταετία, υπό προϋποθέσεις επενδύσεων. Με την επιστροφή στο Σύμφωνο Σταθερότητας και την εγκατάλειψη της ποσοτικής χαλάρωσης η Ελλάδα με μεγάλη δυσκολία και υψηλό κόστος θα βγαίνει πάλι στις αγορές.
Ας δούμε τα θετικά. Εξαιτίας της προσωρινής εγκατάλειψης του Συμφώνου Σταθερότητας και της υιοθέτησης της ποσοτικής χαλάρωσης, μέσα σε μερικούς μήνες, η ελληνική κυβέρνηση βρήκε τον απαραίτητο προϋπολογισμό να χρηματοδοτήσει μέσω της ενιαίας πύλης gov.gr, την ψηφιοποίηση περισσότερων από 1.200 υπηρεσιών του δημοσίου τομέα. Σε επίπεδο εκσυγχρονισμού, μένουν όμως πολλά να γίνουν, ειδικά στους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Η Τεχνητή Νοημοσύνη, τα ανοιχτά δεδομένα, το Διαδίκτυο των Πραγμάτων, το blockchain είναι μόνο μερικές από τις τεχνολογίες που πρόκειται να αξιοποιηθούν για την δημιουργία εφαρμογών ψηφιακού μετασχηματισμού για την δημοσία διοίκηση και του ΟΤΑ.
Η ιδιωτικοποίηση της ΔΕΠΑ Υποδομών και ΔΕΔΗΕ, η πώληση 16% μετοχών της ΔΕΗ και οι παραχωρήσεις λιμένων και μαρίνων, έστω και με κάποια καθυστέρηση, είναι προς την σωστή κατεύθυνση. Εκσυγχρονισμός και με καθυστέρηση ιδιωτικοποιήσεις –π.χ. πρόσφατη είναι η εκτός χρηματοδότησης του καζίνο στο Ελληνικό της Mohegan- είναι, όμως, αρκετό για να μπορέσει να γίνει η ελληνική οικονομία ανταγωνιστική; Δεδομένου του πως τρέχει η ελληνική κυβέρνηση σήμερα τα πράγματα αλλά και βάσει προηγούμενης αντίστοιχης εμπειρίας προσωπικά θεωρώ ότι είναι δύσκολο. Γιατί αυτό;
Κυρίως, γιατί «οι Έλληνες ενώνουν το τίποτα με το πουθενά με μια γέφυρα», όπως έγραφε το περιοδικό economist μόλις ξεκίνησε η οικονομική κρίση στην χώρα, θέλοντας να τονίσει ότι παρά το γεγονός ότι επενδύθηκαν δεκάδες δις ευρώ σε υποδομές, όπως γέφυρες, δρόμους κ.α., η οικονομία της χώρας δεν κατάφερε να γίνει ανταγωνιστική, πολλώ δε μάλλον βιώσιμη. Με την πρώτη σοβαρή διεθνή κρίση κατέρρευσε σαν χάρτινος πύργος.
Η Ελλάδα αποβιομηχανοποιήθηκε και αποβιοτεχνικοποιήθηκε επειδή οι τότε κυβερνήσεις της δεκαετίας του 1980 θυσίασαν την βιοτεχνική και βιομηχανική Ελλάδα για να διογκώσουν στρατηγικούς τομείς, όπως η ΔΕΗ, ο ΟΤΕ κ.α. να κάνουν μαζικές κρατικοποιήσεις και φυσικά να οδηγήσουν στον υδροκεφαλισμό του δημοσίου. Τις ιερές αγελάδες της χώρας. Έτσι, ο εκσυγχρονισμός που αμέσως μετά προέκυψε, ένωσε το τίποτα με το πουθενά.
Η ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει να προχωρήσει με μεγαλύτερη ένταση τις ιδιωτικοποιήσεις, πέραν του εκσυγχρονισμού – το αποτέλεσμα του εκσυγχρονισμού άνευ, όμως, μεταρρυθμίσεων το βιώσαμε και πρόσφατα με τις καταστροφικές πυρκαγιές – να ξεκινήσει και τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις του δημοσίου τομέα και ΟΤΑ, και επιτέλους να εξυγιάνει το τραπεζικό σύστημα. Με τις παραπάνω προβλέψεις και σημερινή δυσμενή πραγματικότητα, η ελληνική οικονομία, χωρίς αυτά, είναι αναπόφευκτο πως θα δει υψηλότερα επιτόκια και χαμηλότερη ανάπτυξη και πιθανότατα συνθήκες στασιμοπληθωρισμού. Το «οι Έλληνες ενώνουν το τίποτα με το πουθενά» δεν φαντάζει άλλωστε και πολύ μακρινό.