Το μυθιστόρημα Στον Παράδεισο των Κυριών, του Εμίλ Ζολά, γράφτηκε στα τέλη του 19ου αιώνα και πραγματεύεται τον ανταγωνισμό, την κατάκτηση και τον θρίαμβο του εμπορίου των πολυκαταστημάτων του Παρισιού, εις βάρος του μικρο-εμπορίου. Παρουσιάζει εύγλωττα την παντοδυναμία του χρήματος αλλά και του έρωτα, για την αναπόδραστη πρόοδο που ισοπέδωσε και σκότωσε όμως ένα κομμάτι της γαλλικής κοινωνίας. Σε ένα από τα πιο χαρακτηριστικά του αποσπάσματα ο συγγραφέας αναφέρει: «… Η δημιουργία του έφερνε μια νέα θρησκεία, το εμπόριο του είχε αντικαταστήσει, μέσα στις άδειες πλέον ψυχές, τις εκκλησίες που λίγο λίγο τις άδειαζε η ασταθής πίστη. Η γυναίκα ερχόταν να περάσει στο κατάστημα του τις κενές ώρες, τις ανήσυχες και γεμάτες ρίγη ώρες που ζούσε άλλοτε στο βάθος των παρεκκλησίων: αναγκαία εκτόνωση νευρικού πάθους, συνεχής αγώνας ενός Θεού εναντίον του συζύγου, λατρεία του σώματος που ανανεωνόταν συνεχώς, η ομορφιά είχε γίνει τώρα το θεϊκό υπερπέραν. Αν είχε κλείσει τις πόρτες του, θα είχε γίνει εξέγερση στον δρόμο, η περιπαθής κραυγή των πιστών, που θα τους καταργούσαν την εξομολόγηση και την Αγία Τράπεζα…».
Ο Χρήστος Γιανναράς στο σύγγραμμα του Το πραγματικό και το Φαντασιώδες στην Πολιτική Οικονομία αναλύει φιλοσοφικά τις αιτίες της παραπάνω πραγματικότητας γράφοντας: «…το σημείο εκκίνησης της σύγχρονης οικονομικής θεωρίας είναι η «σταθερά» του συμφέροντος. Η λειτουργία της αγοράς και οι ανταλλακτικές σχέσεις γενικότερα, τα κίνητρα παραγωγικότητας, η αντίληψη της αξίας και η διαμόρφωση των τιμών, η μέτρηση της φοροδοτικής ικανότητας, αλλά και των επιπτώσεων της φορολογίας, και πλήθος επιμέρους πτυχές της οικονομικής συμπεριφοράς γίνονται προσιτές σε μια «επιστημονική» προσέγγιση μόνο με την αποδοχή της αρχής του συμφέροντος… επιχειρήθηκε να ταυτιστεί το συμφέρον με την «ωφέλεια» (J.S. Mill), ή με το «πηλίκον μιας μέσης ευτυχίας» (Bentham), ή με το «καθαρό ισοζύγιο ευχαρίστησης» (Sidgwick), η με το «αντίτιμο που καταβάλλεται για την ικανοποίηση της επιθυμίας» (Marshal), η αρνητικά με την «ελαχιστοποίηση της ανωφελείας» (Adam Smith)…».
Και λίγο παρακάτω: «…Η οικονομική θεωρία αποσπάστηκε από τα πλαίσια της ηθικής ή πρακτικής φιλοσοφίας και διεκδίκησε τον θετικό χαρακτήρα της επιστήμης, από τη στιγμή που φιλοδόξησε να συγκροτήσει μια κανονιστική ερμηνεία της αξίας και, κατά προέκταση, της διαδικασίας σχηματισμού τιμών…». Η παγκόσμια οικονομία τόσο κατά τη διάρκεια του 19ου, 20ου όσο και του 21ου αιώνα γνώρισε σοβαρές κρίσεις και αναταράξεις. Η πορεία αυτή μέχρι σήμερα διαμόρφωσε χώρες με λιγότερη κοινωνική συνοχή και μεγαλύτερες οικονομικές ανισότητες. Ο αποκλεισμός που αισθάνεται μια μερίδα πολιτών σε αυτές τις κοινωνίες καλλιεργεί την έλλειψη εμπιστοσύνη στις αρχές, στους δημόσιους θεσμούς και στις παραδοσιακές πηγές γνώσης και πληροφόρησης. Έχουν χάσει την πίστη τους.
Μέσα δε από το κίνημα του νατουραλισμού, παρατηρείται μια συστηματική άρνηση της ψυχής και του πνεύματος. Βιώνουμε την εποχή της επικράτησης των χαμηλών ενστίκτων, της ακολασίας και της κοινωνικής ισοπέδωσης. Μια γενιά χωρίς ιδανικό, χωρίς φως και χωρίς πίστη, που δεν πιστεύει ούτε σε ψυχή ούτε σε Θεό ούτε στο μέλλον της ανθρωπότητας ούτε σ’ αυτή τη ζωή ούτε στην άλλη, χωρίς δράση στη θέληση, αμφιβάλλοντας για την ίδια και για την ανθρώπινη ελευθερία. Σήμερα, κάποιος που διανοείται ν’ αποδείξει την ύπαρξη της ψυχής σκανδαλίζει την ορθοδοξία του αθεϊσμού, ακριβώς όσο κάποτε σκανδάλιζε την ορθοδοξία της Εκκλησίας η άρνηση του Θεού. Δεν διακινδυνεύει πια κανείς τη ζωή του, πράγματι, αλλά διακινδυνεύει τη φήμη του. Θεωρείται το λιγότερο γραφικός. Η παρούσα ιστορική στιγμή, με τα υλικά της πλούτη, δεν είναι παρά μια θλιβερή έρημος σε ό,τι αφορά την ψυχή και τις αθάνατες κλίσεις της.
Μια συστηματική άρνηση της πίστης για όλα και πάνω από όλα. Συγκεκριμένα για την πίστη, ο Εδουάρδος Σύρε στο σύγγραμμα του Οι μεγάλοι μύστες (μεταξύ αυτών και οι Πυθαγόρας, Πλάτωνας και Χριστός) αναφέρει πολύ χαρακτηριστικά: «… Η πίστη είναι ένας μεγάλος γιατρός, είναι το θάρρος του πνεύματος που ορμάει εμπρός, πεπεισμένο ότι θα βρει την αλήθεια. Εκείνη η πίστη, λοιπόν, δεν είναι ο εχθρός της λογικής, αλλά η φωτεινή λαμπάδα της, είναι εκείνη ενός Χριστόφορου Κολόμβου και ενός Γαλιλαίου που ζητάει την απόδειξη και την ανταπόδειξη – provando et riprovando…». Πέρα από την πίστη διανύουμε και την εποχή της επιστήμης χωρίς ελπίδα.
Μαζί με την πίστη γενικά χάσαμε και την πίστη στην Ανάσταση ειδικά. Και η πίστη στην Ανάσταση, είναι η βάση του ιστορικού χριστιανισμού. Χωρίς αυτή τη διαβεβαίωση της διδασκαλίας του Ιησού από ένα εκθαμβωτικό γεγονός, η Εκκλησία του δεν θα είχε καν αρχίσει. Η Εκκλησία αρχίζει από εκεί που την τελευταία λέξη δεν την έχει ο θάνατος, αλλά η ανάσταση. Δεν είναι η πίστη μας προϋπόθεση της Ανάστασης, αλλά η Ανάσταση προϋπόθεση για την πίστη μας. Η Εκκλησία είναι θεία Ευχαριστία ζεί εν Χριστώ στο παρόν προκαταβολικά το μέλλον της μεταμορφωμένης δημιουργίας. Κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι η Εκκλησία είναι ανακούφιση για τον καταπιεσμένο, κουράγιο για τον άρρωστο και, μερικές φορές, περιορισμός για τον διεστραμμένο· εφόσον αποτελεί, προπάντων, ηθικό σύστημα.
Οι παραπάνω σκέψεις μου δημιουργήθηκαν με αφορμή του ότι ο Αύγουστος είναι μήνας που ο ελληνισμός γιορτάζει δυο σημαντικές γιορτές της Ορθοδοξίας. Πρόκειται για την Μεταμόρφωση του Σωτήρος στις 6 Αυγούστου και την Κοίμηση της Θεοτόκου το Δεκαπενταύγουστο, η αποκαλούμενη και «Πάσχα του καλοκαιριού».
Στην περίπτωση της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος ο θρύλος λέει ότι ο Ιησούς ότι πήρε μαζί του τον Πέτρο και τους δυο γιούς του Ζεβρδαίου, τον Ιωάννη και τον Ιάκωβο, να περάσουν τη νύχτα στο όρος Θαβώρ. Εκεί συνέβη, ανάμεσα στο δάσκαλο και τους τρεις μυημένους μαθητές, αυτή η μυστηριώδης σκηνή που τα Ευαγγέλια περιγράφουν με το όνομα της Μεταμόρφωσης. Κατά τα λεγόμενα του Ματθαίου, οι Απόστολοι είδαν να εμφανίζεται στο μισοσκόταδο η μορφή του φωτεινού δασκάλου διάφανη, το πρόσωπο του να φωτίζεται σαν ήλιος και τα ρούχα του να γίνονται λευκά σαν το φως, και δυο μορφές να στέκονται πλάι του, τις οποίες νόμισαν για τον Μωϋσή και τον Ηλία. Όταν βγήκαν ταραγμένοι από αυτό που τους φάνηκε συγχρόνως ύπνος πολύ βαθύς και εγρήγορση πιο έντονη, είδαν τον δάσκαλο μόνο του κοντά τους, ακουμπώντας τους για να τους ξυπνήσει ολότελα. Ο μεταμορφωμένος Χριστός, που είχαν ατενίσει στο όνειρο εκείνο, δε θα έσβηνε πια από τη μνήμη τους.
Κατά την εκκλησιαστική παράδοση, η Θεοτόκος και Παναγία, πληροφορήθηκε τον επικείμενο θάνατό της από έναν άγγελο τρεις ημέρες προτού αυτός συμβεί και άρχισε να προετοιμάζεται κατάλληλα. Προσεύχεται στο όρος των Ελαιών και δίνει τα υπάρχοντά της σε δύο γειτόνισσές της χήρες. Η Κοίμηση της Θεοτόκου συνέβη στο σπίτι του Ευαγγελιστή Ιωάννη, στο οποίο διέμενε η μητέρα του Θεανθρώπου. Αφού της έκλεισαν τα μάτια, οι Απόστολοι μετέφεραν το νεκροκρέβατό της στον κήπο της Γεθσημανής, όπου και την έθαψαν. Η Ορθόδοξη Εκκλησία κάνει λόγο πρώτα για Κοίμηση της Θεοτόκου, δηλαδή για χωρισμό ψυχής και σώματος και στη συνέχεια για μετάσταση της Θεοτόκου, δηλαδή ανάσταση ή και ένωση ψυχής και σώματος και ανάληψή της κοντά στον Υιό της.
Ομολογουμένως, ο φιλελευθερισμός και η περί αυτόν σύγχρονη οικονομική θεωρία έφερε τη μεγαλύτερη βελτίωση στο παγκόσμιο βιοτικό επίπεδο που συνέβη ποτέ. Οφείλουμε, όμως, να αναγνωρίσουμε ότι άφησε πίσω του και πολλά προβλήματα. Χάσαμε την ψυχή, το πνεύμα, την ελπίδα και την πίστη μας. Και μαζί με αυτά χάσαμε και το ήθος μας ως άνθρωποι.
Στις περιπέτειες του ο Προσκυνητής μας λέει ότι «η χριστιανική ζωή συνοψίζεται εις την προσευχή. Θεωρώ ότι η προσευχή είναι το πιο ενδιαφέρον και το πιο απαραίτητο πράγμα για την σωτηρία και το πρώτο καθήκον για τον κάθε χριστιανό. Η προσευχή είναι το πρώτο βήμα εις την αφοσιωμένη εις τον Θεό ζωή. Είναι το στέμμα της». Παρόλα αυτά, οι ορθόδοξοι χριστιανικοί ναοί τον Αύγουστο θα καταστούν και φέτος για μια ακόμη φορά περισσότερο κέντρο διερχομένων που σφύζει από κινητικότητα παρά προσκυνητών, πολλώ δε μάλλον πιστών. Ίσως να είναι αναπόφευκτο αν δεχτούμε αυτό στο οποίο συνίσταται όλος ο ορθόδοξος ασκητισμός, ότι πρέπει «να χάσεις την ψυχή σου για να την κερδίσεις». «Να την μισήσεις για να την έχεις».
Καλή Παναγιά να έχουμε!