Μεγάλη η συζήτηση στις μέρες μας για τις επιπτώσεις της Τεχνητής Νοημοσύνης στην εργασία, στις ανθρώπινες σχέσεις, στα ατομικά δικαιώματα, στην ίδια την ύπαρξη – μια πρώτη γεύση μας έδωσε άλλωστε και το κείμενο το Ηλία Διάκου, εδώ στο Επί Δεξιά. Αναμφίβολα βρισκόμαστε ενώπιον δομικών αλλαγών, δε χωρεί αμφιβολία. Σχεδιάζουμε τις υποδομές των επόμενων 50 ετών. Αστοχίες στην αρχιτεκτονική του υπό διαμόρφωση συστήματος θα σημάνουν ευρύτερες παρεκκλίσεις επί παντός του επιστητού. Αυτό από μόνο του είναι αρκετό για να καταδείξει το μέγεθος της πρόκλησης. Ενδιαφέροντες καιροί, το δίχως άλλο. Μέσα σε αυτήν την αλλαγή, υπάρχει μία μεταβλητή που θα κρίνει πολλά. Ποια είναι αυτή; Η ικανότητα και ο βαθμός προσαρμογής στα νέα δεδομένα που επιφέρει η Τεχνητή Νοημοσύνη. Σε ποιο βαθμό οι άνθρωποι, οι κοινωνίες, οι ιδεολογίες, είναι ικανοί να προσαρμοστούν σε μία κατάσταση, που πιθανώς να σημάνει και την αρχή της μετεξέλιξης του ανθρώπινου είδους, όπως ακριβώς έγινε και πριν 70.000 χρόνια με την επικράτηση των Sapiens;
Ως ‘προσαρμοστικότητα’ νοείται σε γενικές γραμμές η ικανότητα να επιτυγχάνει κανείς το βέλτιστο, βασιζόμενος σε αλλαγές που διενεργήθηκαν πρόσφατα ή πρόκειται να επέλθουν στο άμεσο μέλλον. Με άλλα λόγια να αντιλαμβάνεσαι το πεπερασμένο της ύπαρξης και του περιβάλλοντός σου, να βλέπεις το τρένο που φεύγει από το σταθμό και να καταφέρνεις όχι απλώς να επιβιβαστείς, αλλά να ταξιδέψεις πρώτη θέση. Η εξασφάλιση μίας θέσης -καταρχήν- στο τρένο απαιτεί τρία βασικά πράγματα, αντίληψη, σύλληψη και δράση. Απαιτεί μετατόπιση του ενδιαφέροντος από το ‘γιατί μου συμβαίνει μία κατάσταση’ στο ‘τί ακριβώς συμβαίνει και τί μπορώ να κάνω’. Πολιτικά μία αντίστοιχη κατάσταση, όπως έχουμε ξαναπεί, αναδύθηκε με τη βιομηχανική επανάσταση, όταν ο Μαρξ έδειξε να αντιλαμβάνεται καλύτερα το τί σήμαινε εκβιομηχάνιση και τί έπρεπε να κάνει με τα μέσα παραγωγής. Μετατόπισε τον πυρήνα της σκέψης του από το ‘γιατί’ στο ‘τί και πώς’. Προσάρμοσε προσωπικά ‘πιστεύω’ με αντικειμενικά στοιχεία που αναδείχθηκαν τη δεδομένη χωροχρονική συγκυρία και διαμόρφωσε μία παράγωγη αντίληψη μέσα από μία δυναμική διαδικασία. Ομοίως οι φιλελεύθεροι κατανόησαν καλύτερα την αξία της αποκεντρωμένης διακυβέρνησης, έδωσαν έμφαση στο άτομο και γι’ αυτό αναδείχθηκαν νικητές του ψυχρού πολέμου και καλύτεροι θιασώτες της κοινωνίας της πληροφορίας. Αναρωτιέται λοιπόν κάποιος, πόσο χρήσιμη είναι η συνθηματολογία περί το δίκαιο του εργάτη την εποχή, όπου ο εργάτης θα έχει καταστεί περιττός. Αναρωτιέται κάποιος, πώς μία ολόκληρη κοινωνία μπορεί, να έχει, ως κεντρικό αξιακό πυλώνα, την ελευθερία του ατόμου, όταν η ίδια η έννοια της ελεύθερης βούλησης τίθεται -στην καλύτερη- εν αμφιβόλω.
Κάθε φορά που παρουσιάζονται νέα δεδομένα θα πρέπει αναλόγως να επανεξετάζονται και να αναπροσαρμόζονται οι πεποιθήσεις και οι προσδοκίες μας, με βάση ακριβώς τα νέα στοιχεία που προκύπτουν. Ποια είναι δηλαδή η πιθανότητα, νόμος να είναι το δίκαιο του εργάτη σε έναν κόσμο, όπου ο εργάτης θα έχει αντικατασταθεί από τη μηχανή ή ποια είναι η πιθανότητα της ατομικής ελευθερίας ή της ελευθερίας της βούλησης σε ένα περιβάλλον που διέπεται από μοτίβα έτσι σχεδιασμένα, ώστε να μας οδηγούν σε αποτελέσματα προκαθορισμένα από τρίτους; Μήπως η προσκόλληση σε παγιωμένες αντιλήψεις και η έλλειψη προσαρμογής στα νέα δεδομένα να οδηγεί σε λογικές πλάνες; Άρα μήπως πρέπει να δώσουμε έμφαση στις νέες πιθανότητες, όπως διαμορφώνονται, με βάση τη νέα διαθέσιμη πληροφορία και συνεπακόλουθα να προσαρμόσουμε ανάλογα τις προσδοκίες μας; Σε επίπεδο δράσεων το ερώτημα που τίθεται εμφατικά σε αυτό το σημείο είναι το ‘πώς’. Σε επίπεδο ουσίας όμως, είναι το ‘ποιός’.
Για να μπορέσουμε να επεξεργαστούμε αυτά τα ερωτήματα ως άτομα, κοινωνίες, ιδεολογίες θα πρέπει καταρχήν να κατανοήσουμε και να προσδιορίσουμε όσα δε γνωρίζουμε, γεγονός που κατά τον Amin Tufani αποτελεί μία βασική μορφή ικανότητας προσαρμογής. Στο παράδειγμα του εργάτη δηλαδή, πώς μπορούμε, να εξασφαλίσουμε αυξήσεις στους μισθούς ή εργασιακή μακροημέρευση, εάν δεν συνειδητοποιήσουμε ότι δε γνωρίζουμε αν θα υπάρχει εργασία σε δέκα χρόνια. Εδώ έγκειται και όλη η δυσκολία και το παράδοξο σε κάθε μηχανισμό πρόβλεψης. Πώς διαμορφώνεις το σύστημα του μέλλοντος, στηριζόμενος σε δεδομένα του παρόντος; Στην ενισχυτική μάθηση (reinforcement learning) αυτό αναλύεται σε δύο επιμέρους ερωτήματα: α) πώς επιλέγεις τις σωστές ενέργειες σε μία δεδομένη κατάσταση και β) πώς υπολογίζεις τα πιθανά οφέλη ή ζημίες μίας συγκεκριμένης ενέργειας σε μία δεδομένη κατάσταση. Μία πρακτική λύση που χρησιμοποιείται κατά κόρον στα μοντέλα μηχανικής μάθησης και αποτελεί μία μορφή προσαρμογής σε σύνθετα περιβάλλοντα είναι η θέση πιο άμεσων στόχων, η επίτευξη των οποίων θα λειτουργήσει ως πυξίδα για τον επόμενο στόχο μέχρι και τον απώτερο, τον τελικό. Αυτό απαιτεί μεθοδικό σχεδιασμό μικρο-στόχων που με τη σειρά τους δημιουργούν ένα σύνολο προσδοκιών, η επιβεβαίωση ή διάψευση των οποίων θα οδηγήσει σε ένα νέο επικαιροποιημένο σύνολο προσδοκιών κοκ. Άρα σημασία έχει ο σχεδιασμός του μοντέλου που θα οδηγήσει την προσαρμογή της κοινωνίας στην πραγματικότητα της ΤΝ, μέσα από συνεχή ικανοποίηση ή διάψευση ενδιάμεσων προσδοκιών, όπως αυτές θα διαμορφώνονται από τα νέα δεδομένα που θα προκύπτουν. Πρόκειται για την ικανότητα πλοήγησης σε σύνθετα περιβάλλοντα.
Η προσαρμογή στην ΤΝ απαιτεί συνεχείς αλλαγές στοχεύσεων με βάση την πραγματικότητα που κάθε φορά διαμορφώνεται. Απαιτεί δεκτικότητα στο νέο και ευελιξία στην αναπροσαρμογή θέσεων. Σε επίπεδο χώρας προσαρμογή σημαίνει εθνική στρατηγική Τεχνητής Νοημοσύνης σχεδιασμένη να εξυπηρετήσει μικρο-στόχους, η επιτυχία ή αποτυχία των οποίων θα είναι μία ευκαιρία μάθησης για το επόμενο βήμα. Μία εθνική στρατηγική με γνώση του αγνώστου, με ικανότητα εντοπισμού στερεοτύπων και δογματισμών, με πολυμέρεια και πειραματισμό σε υποθετικά σενάρια. Στην πράξη, τέτοιοι επιμέρους στόχοι με τα ποιοτικά χαρακτηριστικά που προαναφέραμε θα πρέπει να διέπονται από διάθεση επαναπροσδιορισμού παγιωμένων αντιλήψεων και να διαπερνούν τους τομείς της κοινωνικής δραστηριότητας οριζόντια. Αυτοί οι στόχοι συνοψίζονται στα εξής: α) στη διακυβέρνηση δεδομένων και την διασφάλιση της απρόσκοπτης διακίνησης αυτών από όλες προς όλες τις κατευθύνσεις (B2B, B2C, B2G κτλ), β) εθνικές υποδομές και αποθετήρια, γ) εκπαίδευση και δια βίου μάθηση με στοχευμένα και σφιχτά εκπαιδευτικά προγράμματα, δ) κίνητρα και διαμόρφωση κατάλληλου περιβάλλοντος για πειραματισμό, επώαση και επιτάχυνση επιχειρηματικών ιδεών (sandboxes), ε) προσαρμογή του δημοσίου τομέα με συνταγές στο πνεύμα και σε συνέχεια της Ψηφιακής Βίβλου και στ) διαμόρφωση ενός συνόλου αξιών και ενός οικοσυστήματος δομών με έμφαση στη Δημοκρατία και την Ηθική, περιοχές όπου η χώρα διαθέτει βάθος κουλτούρας και έχει την ικανότητα να αφήσει το ψηφιακό της ίχνος διεθνώς.
Σχετικές μελέτες έχουν ήδη καταρτιστεί. Η εφαρμογή όμως στο πεδίο προϋποθέτει ένα πλέγμα δεξιοτήτων προσαρμογής. Επομένως, το κρίσιμο ζήτημα στο τέλος της ημέρας παύει να είναι το πώς θα περάσουμε στην εποχή της ΤΝ αλλά το ‘ποιος’ μπορεί να διαμορφώσει τις απαιτούμενες προσδοκίες για την προσαρμογή του κοινωνικού συνόλου σε αυτή. Ποιος διακρίνεται από προσαρμοστική νοημοσύνη ως ικανή συνθήκη για την ομαλή και έγκαιρη μετάβασή μας στην τεχνητή.