Ο άνθρωπος ορίστηκε από τον Αριστοτέλη, ως “έλλογο ον”. Προφανώς, εννοούσε ότι πέρα από την ικανότητά του να ομιλεί έχει και την ικανότητα της σκέψης. Η σκέψη παράγει λέξεις, είναι όμως και οι λέξεις -σε επόμενο στάδιο- που παράγουν σκέψη! Όσο λιγότερες λέξεις χρησιμοποιούμε τόσο λιγότερο εμβαθύνουμε στα διάφορα θέματα και παράλληλα τόσο πιο απλοϊκοί γινόμαστε στις διάφορες εκφάνσεις της ζωής μας.
Στην πατρίδα μας, από την αρχαιότητα έχουμε τιμήσει δεόντως τον λόγο, καθώς έγινε αντιληπτό ότι για την κατανόηση, την περιγραφή, αλλά και την μετάδοση της αποκτηθείσας γνώσης, αυτός ήταν το απόλυτο εργαλείο. Έτσι είχαμε τις διάφορες φιλοσοφικές σχολές που έθεσαν τα θεμέλια του Δυτικού πολιτισμού. Φιλόσοφοι, όπως ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης, ασχολήθηκαν με όλα εκείνα που ταλάνιζαν τη σκέψη των ανθρώπων και προσπάθησαν να δώσουν εξηγήσεις, βάσει των θεωρήσεών τους προκρίνοντας πάντα όμως τη μεσότητα, το μέσον δηλαδή, μεταξύ υπερβολής και ελλείψεως κατά το πράττειν, βάσει της οποίας ο πράττων αποκτά ενάρετο χαρακτήρα. Όπως πάντα όμως, το νόμισμα έχει δύο όψεις, έτσι και σε αυτή την περίπτωση δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά και, υπό μία έννοια νομοτελειακά, έκαναν την εμφάνισή τους οι σοφιστές[1], οι οποίοι έγιναν συνώνυμοι των αμοραλιστών και των “επαγγελματιών φιλοσόφων”. Και αυτό γιατί δεν επεδίωκαν συστηματικά κι επίμονα την ανακάλυψη της αλήθειας και την ειλικρινή αφοσίωση σε αυτήν, όπως απέδειξε ο Σωκράτης, αλλά ήταν αμειβόμενοι δάσκαλοι της σοφίας, που επιδίωκαν να μεταδώσουν στους νέους όχι την αληθινή γνώση, αλλά τη μέθοδο για να εκφράζουν πειστικά το ψεύδος ως αλήθεια.
Κι ερχόμαστε στο σήμερα. Πρέπει να ληφθούν υπόψη δύο παράμετροι -μεταξύ άλλων-, η κατάσταση της παιδείας και η ισχύς των ΜΜΕ. Αναφορικά με την παιδεία -μέσα από την εκπαιδευτική διαδικασία- αυτό που πρέπει να τονιστεί είναι ότι ενώ ως ύλη έχει ενισχυθεί[2] ο τρόπος διδασκαλίας, αλλά και οι ώρες που χάνονται λειτουργούν αρνητικά για την εκ βάθους μάθηση, αλλά και την απόκτηση κριτικής ικανότητας. Φυσικά, αυτό είναι μια γενική παρατήρηση και προφανώς δεν ισχύει καθολικά, καθώς υπάρχουν και μαθητές οι οποίοι αριστεύουν, ανεξαρτήτως συνθηκών.
Ο ρόλος, από την άλλη, των ΜΜΕ δεν είναι καθόλου αμελητέος στην πενία του λόγου. Παρατηρώντας την εξέλιξή του λόγου, προϊόντος του χρόνου, στις ενημερωτικές κι όχι μόνο εκπομπές, βλέπουμε ότι η τάση είναι να χρησιμοποιούνται λιγότερες κι απλούστερες λέξεις, πολλώ δε μάλλον νοήματα. Φυσικά, αυτό που γίνεται άμεσα αντιληπτό είναι ότι τόσο τα γραμματικά, όσο και τα συντακτικά λάθη, έχουν αυξηθεί δραματικά.
Τα ΜΜΕ όμως, πέρα από αυτή καθαυτή την πενία του λόγου των εκπομπών, είναι ενεργό μέρος διεξαγωγής ενός πολέμου προπαγάνδας εκ μέρους, κυρίως, πολιτικών συγκεκριμένης ιδεοληψίας εναντίων, βασικά, της… “κοινής” λογικής. Οι τρόποι της προπαγάνδας αρκετοί. Ας τους δούμε έναν προς έναν.
- Ψέματα
- Μισές αλήθειες
- Μονόλογοι
- Επανάληψη με καταιγιστικό ρυθμό όσων έχουν στο μυαλό τους να τονίσουν
- Η εκούσια παράλειψη όρων, η διαστρέβλωση του ορισμού λέξεων και εντέλει η ταύτισή τους με αρνητικές έννοιες
- Αναφορικά με τα ΜΜΕ, η αποσιώπηση της όποιας αντίθετης άποψης ή ακόμα χειρότερα η “δολοφονία χαρακτήρων”.
Ξεκινώντας από το τέλος της παραπάνω λίστας θα πρέπει να τονιστεί ότι αυτός ο τρόπος είναι ένας εύσχημος και αναίμακτος τρόπος “δολοφονίας” με πρακτικό αποτέλεσμα την εμφατική παρουσίαση των ιδεοληψιών, τις οποίες το μέσο πρεσβεύει, χωρίς αντίλογο. Στη δε συνείδηση του κοινού, συχνά, οι απόψεις τους παρουσιάζονται ως θέσφατα με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Οι “εκφραστές” των θέσεων του κόμματος (βλ. πολιτικοί, για άλλους… ινστρούχτορες) σχεδόν πάντα αποφεύγουν τον εποικοδομητικό διάλογο και προτιμούν ανούσιους μονολόγους, χρησιμοποιώντας κατά κόρον ξύλινη γλώσσα. Αυτό γίνεται γιατί όπως αναφέρθηκε και πρωτύτερα έχουν επιλέξει να φιμώσουν τις αντίθετες φωνές ώστε να φανούν στο κοινό τα λεγόμενά τους ως τα μόνα με συνοχή κι εμπεριστατωμένα. Μάλιστα, για να μπορέσουν να έχουν καλύτερα αποτελέσματα και για να δείξουν ότι συμμετέχουν στον “διάλογο” διακόπτουν συνεχώς τον συνομιλητή έχοντας διττό σκοπό, αφενός να του χαλάσουν τον ειρμό και αφετέρου αν αυτά που λέει δεν κρίνονται συμφέροντα για το κόμμα -και τις ιδεοληψίες τους- να εκτρέψουν την σκέψη και τελικά τα λεγόμενα του “αντιπάλου” σε κάτι ανώδυνο γι’ αυτούς. Το δείγμα ότι προσπαθούν να κρύψουν την αλήθεια και αναίσχυντα προπαγανδίζουν είναι ότι μιλούν ακατάπαυστα και ή χρησιμοποιούν ξύλινη γλώσσα -χωρίς στην ουσία να λένε τίποτα ουσιώδες- ή στον λόγο τους επικρατεί μια… “δημιουργική ασάφεια” (γίνονται δηλαδή ακατανόητοι), δείγμα στις πλείστες των περιπτώσεων ότι αγνοούν το θέμα για το οποίο μιλάνε!
Οι ίδιοι γκεμπελίσκοι χρησιμοποιούν και τις υπόλοιπες μεθόδους συχνότατα. Τα ψέματα τα χρησιμοποιούν, αν και όχι μόνο, στην περίπτωση που αφορούν σε στοιχεία τα οποία γνωρίζουν ότι ο μέσος τηλεθεατής/ακροατής δεν θα μπει στη διαδικασία να ψάξει το αληθές των ισχυρισμών τους. Αν παρ’ ελπίδα, σε δεύτερο χρόνο, αποκαλυφθεί η απάτη, τότε με θρασύτητα ισχυρίζονται ότι τα λόγια τους παρερμηνεύτηκαν! Προφανώς θεωρούν το κοινό που τους παρακολουθεί χαμηλής νοημοσύνης. O tempora o mores!
Το καλύτερο εργαλείο, όπως έχει αποδειχθεί, της προπαγάνδας είναι ο συνδυασμός της επανάληψης δηλώσεων που αποτελούν μισές αλήθειες ενώ παράλληλα αποσιωπώνται λέξεις-έννοιες και σε άλλες αντικαθίσταται η σημασία τους με άλλη αρνητική. Ένα παράδειγμα επ’ αυτού είναι όταν σε διάλογο 2 ατόμων που ο πρώτος μιλάει για έθνος και πατρίδα ο δεύτερος απαντά με φράσεις του τύπου:
“Όλοι είμαστε άνθρωποι, δεν υπάρχουν έθνη και πατρίδες. Η Γη από ψηλά δεν έχει σύνορα, εθνικιστή”.
Ας κάνουμε μια ανάλυση της εν λόγω πρότασης απομονώνοντας τα μέρη από τα οποία αποτελείται. “Όλοι είμαστε άνθρωποι”. Προφανώς και είμαστε όλοι άνθρωποι και μάλιστα κανείς δεν θεωρεί -ή δεν θα έπρεπε για κανένα λόγο αν κάποιος παρ’ ελπίδα το κάνει- κάποιον κατώτερο. Μάλιστα, βάσει του πρώτου σκέλους της πρότασης, ο “ανθρωπιστής” φίλος μας βγάζει το αβίαστο συμπέρασμα, ότι δεν υπάρχουν έθνη και πατρίδες. Έωλο συμπέρασμα, καθώς ναι μεν είμαστε όλοι άνθρωποι και βεβαίως έχουμε τα ίδια δικαιώματα -ή έστω θα έπρεπε- αλλά ταυτοχρόνως είμαστε και διαφορετικοί. Διαφορετικοί ως προς τα έθιμα, την κουλτούρα γενικότερα αλλά και την ιδιοσυγκρασία και αυτό έρχεται να “χωροθετηθεί” μέσα από τα κράτη και να αποτυπωθεί μέσω των εθνών… Η δημιουργία υποσυνόλων στο γενικό σύνολο βασίζεται σε συγκεκριμένα χαρακτηριστικά τα οποία απλά, τέτοιοι τύποι, τα αγνοούν επιδεικτικά ή δεν τα αντιλαμβάνονται. Να τονιστεί σε αυτό το σημείο ότι η ύπαρξη διαφορετικών χαρακτηριστικών δεν είναι κάτι κακό ούτε προφανώς μειωτικό. Αντιθέτως, η επιχειρούμενη ομογενοποίηση είναι που δημιουργεί προβλήματα.
Και φτάνουμε στο τρίτο σκέλος. “Η Γη από ψηλά δεν έχει σύνορα”. Αυτή είναι η μισή αλήθεια στην οποία αναφερθήκαμε ως εργαλείο της προπαγάνδας. Να κάνουμε όμως την απαιτούμενη προσθήκη που απαιτείται για να μπορέσουμε να αναλύσουμε και το ψευδές της δήλωσης… Αυτό που εντέχνως παραλείπεται είναι το εξής: {… και εφόσον η Γη δεν έχει σύνορα δεν υπάρχουν ούτε έθνη ούτε πατρίδες}. Αυτό που ειπώθηκε ισχύει, όντως η Γη δεν έχει σύνορα. Όμως τα σύνορα δεν έλειψαν ποτέ από την ανθρώπινη ιστορία, επίσης ακόμα και τα ζώα οριοθετούν τις περιοχές τους με διάφορους τρόπους. Ο καθορισμός περιοχών κυριαρχίας -ή αλλιώς σύνορα- είναι βασικό ένστικτο των θηλαστικών και αφορά στην ίδια τους την ύπαρξη. Τα σύνορα λοιπόν έχουν να κάνουν με ομάδες που κατέχουν μια περιοχή και φυλάσσουν τους πόρους που βρίσκονται εντός της, αλλά και την ίδια την ομάδα τους. Είναι εντέλει το ένστικτο της επιβίωσης που χαράσσει τα σύνορα.
Ερχόμαστε και στο επικό κλείσιμο της πρότασης. Ο συνομιλητής βασισμένος στην, όπως αποδείχθηκε, όχι και τόσο λογική αλληλουχία προτάσεων και σκέψεών του, με απίστευτή ευκολία χαρακτηρίζει τον συνδιαλεγόμενό του ως εθνικιστή. Εννοείται ότι, αν υπήρχε συνέχεια στους χαρακτηρισμούς, ο επόμενος θα ήταν αυτός του φασίστα! Γίνεται φανερό, με δεδομένο ότι ο συνομιλητής δεν έχει δώσει καμία αφορμή, ότι είτε δεν γνωρίζει τι σημαίνει εθνικιστής είτε χρησιμοποιεί τον όρο βασισμένος στη ρητορική των ομοϊδεατών του -αυτό είναι το αποτέλεσμα της επιτυχημένης προπαγάνδας-. Ας δούμε όμως τι σημαίνει ο όρος εθνικισμός. Διαβάζουμε από το Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Κέντρο Λεξικολογίας, Αθήνα 1998 του Γεωργίου Μπαμπινιώτη:
εθνικισμός (ο) (κακόσ.) υπερβολική και αποκλειστική προσήλωση προς την ιδέα τού έθνους και των εθνικών ιδεωδών, με κύριο χαρακτηριστικό τη διάκριση των εθνών σε ανώτερα και κατώτερα και τη διάθεση επιβολής των πρώτων στα δεύτερα.
Άρα, για να χαρακτηριστεί κάποιος εθνικιστής θα πρέπει να θεωρεί το έθνος του ανώτερο σε σχέση με τα υπόλοιπα. Διαφορετικά ο όρος δεν είναι δόκιμος. Εφόσον λοιπόν στην συνομιλία δεν έχει εκφραστεί σε καμία περίπτωση μια κάποιου είδους ανωτερότητα του έθνους σε σχέση με τα άλλα τότε αντί του όρου εθνικιστή θα έπρεπε να χρησιμοποιηθεί η λέξη εθνιστής ή πατριώτης. Ας δούμε όμως τι σημαίνει ο όρος εθνισμός. Διαβάζουμε από το Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Κέντρο Λεξικολογίας, Αθήνα 1998 του Γεωργίου Μπαμπινιώτη:
εθνισμός (ο) η συνείδηση ότι ανήκει κανείς σε συγκεκριμένο έθνος και το πατριωτικό αίσθημα που προκύπτει από αυτήν ΣΥΝ. εθνική συνείδηση, πατριωτισμός, φιλοπατρία.
Πουθενά, στον παραπάνω ορισμό, δεν βλέπουμε τη μείωση των άλλων εθνών και άρα ασφαλώς μπορούμε να συμπεράνομε ότι ο εθνιστής σέβεται την διαφορετικότητα των μελών οποιουδήποτε έθνους.
Μετά από αυτά γίνεται φανερό ότι η προπαγάνδα συγκεκριμένων κύκλων έχει επιτύχει αφενός να απαλείψει τον όρο εθνιστής και αφετέρου στον όρο πατριώτης να δώσει αρνητική χροιά ώστε να καταστεί συνώνυμο και εντέλει να αντικατασταθεί από τη λέξη εθνικιστής! Και όλο αυτό με τη συνεχή επανάληψη της ρητορικής μίσους -γιατί ως τέτοια λογίζεται εφόσον είναι εκ του πονηρού- ενάντια στις έννοιες του έθνους και της πατρίδας.
Εν κατακλείδι, θα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι η προπαγάνδα συγκεκριμένων μειοψηφικών αντεθνικών κύκλων, συνεπικουρούμενη από την κακή παιδεία και τον ωχαδερφισμό μας- έχει επιτύχει να δημιουργήσει μία ομίχλη γύρω από τις έννοιες της πατρίδας και του έθνους προσπαθώντας και σε κάποιο βαθμό πετυχαίνοντας να δώσουν αρνητικούς χαρακτηρισμούς σε όσους τις χρησιμοποιούν. Μόνο που αυτή τους η πρακτική δυνητικά μπορεί να διχάσει τη χώρα. Αν αυτό για τους εν λόγω κύκλους είναι επιτυχία για εμάς τους πολλούς είναι σοβαρός κίνδυνος και οφείλουμε να αντιδράσουμε, τουλάχιστον υπερασπιζόμενοι τους όρους αν και στην πραγματικότητα είναι τα πιστεύω μας που υπερασπιζόμαστε και το δικαίωμά να λέμε την άποψή μας χωρίς μας λοιδορούν αδικαιολογήτως ή να μας φιμώνουν.
[1] Για να βάλουμε τα πράγματα σε μια χρονική τάξη, οι σοφιστές προϋπήρχαν του Πλάτωνα από τον οποίο και δέχθηκαν σφοδρή κριτική.
[2] Η αναφορά γίνεται κυρίως για τα μαθήματα θετικής κατεύθυνσης.