Πολλοί από εμάς γνωρίζουμε τον Ηράκλειτο ως ένα εκ των φυσικών ή προσωκρατικών φιλοσόφων. Παρόλα αυτά ο Ηράκλειτος δεν ήταν μόνο αυτό. Επειδή επικαλείτο πολλές φορές το χρησμό των Δελφών και τη Σίβυλλα, γιατί, όπως αυτοί, δεν αποκρύπτει ούτε αποκαλύπτει, αλλά επιδιώκει να εννοήσει, μιλούσε και σαν προφήτης. Γι’ αυτό η παράδοση, σύμφωνα με την οποία ο Εφέσιος φιλόσοφος άφησε το έργο στο ναό της Αρτέμιδος, είναι ιδιαίτερα επεξηγηματική στο μέτρο που μας δείχνει τη φροντίδα του Ηράκλειτου να συνδέσει τη σκέψη του με την αδερφή του Απόλλωνα, του θεού της μαντικής, του φωτός και της μουσικής.
Το έργο, λοιπόν, κατόπιν δικής του απαίτησης, παραμένει εντός του ναού και όποιος επιθυμεί να μυηθεί σε αυτό ή να το μελετήσει θα πρέπει να παραβιάσει το ιερό της θεάς. Ένας μακρινός μαθητής του Ηράκλειτου που ζούσε τον 4ο π.Χ. αιώνα και λεγόταν Ηρόστρατος, γνώριζε μερικές από τις ιδέες του φιλοσόφου, αλλά πήρε την απόφαση να μυηθεί επίσης σε όποια από αυτές δεν μπορούσε να ξέρει, αφού το βιβλίο του Ηράκλειτου βρισκόταν στο ναό.
Ο Ηρόστρατος παραβίασε το ιερό της θεάς και διάβασε το έργο του δασκάλου του. Σκοπός του, βέβαια, δεν ήταν να γίνει σοφότερος αλλά να μείνει το όνομα του στην ιστορία. Μεθυσμένος από την προοπτική της δόξας και θολωμένος με την ιδέα ότι, εφόσον τα πάντα κυλούν, κάθε ίχνος του περάσματος του πάνω στη γη θα εξαφανιζόταν γρήγορα, από τη μια μεριά, αλλά και, από την άλλη, συγχυσμένος από την ηρακλείτεια ιδέα σύμφωνα με την οποία το Πυρ, κριτής κάθε πράγματος, θα αγκάλιαζε το Σύμπαν σε μια παγκόσμια ανάφλεξη, αποφασίζει να διαπράξει μια εγκληματική πράξη. Μια εγκληματική πράξη τέτοιων διαστάσεων, ώστε το όνομα του δράστη να μπορέσει να μείνει αείποτε στη μνήμη μιας ανθρωπότητας παγωμένης από φρίκη.
Έτσι, τη νύχτα της 21ης Ιουλίου του έτους 356 π.Χ., ο Ηρόστρατος πυρπόλησε το ναό της Εφέσου, που ήταν ένα από τα επτά θαύματα του κόσμου. Οι Εφέσιοι τρομοκρατημένοι θέλησαν το όνομα ενός τέτοιου κτήνους να πέσει για πάντα στη λήθη και απαγόρευσαν να προφέρεται το όνομα του Ηρόστρατου επί ποινή θανάτου. Ήταν βέβαια ο καλύτερος τρόπος για να μείνει το όνομα του αθάνατο, ενώ το όνομα του αρχιτέκτονα που κατασκεύασε το ναό χάθηκε στο πέρασμα του χρόνου.
Με το πέρασμα του χρόνου το όνομα του Ηρόστρατου έγινε συνώνυμο αυτού που διακατέχεται από τη μανία να γίνει γνωστός, έστω και διαπράττοντας κάτι κατακριτέο και καταστροφικό. Η φράση «ηροστράτειος δόξα» σημαίνει τη φήμη που αποκτά κάποιος από καταστροφική πράξη, ενώ η φράση «ηροστράτειο έργο», το καταστροφικό έργο.
Διαβάζοντας όλα τα παραπάνω για τον Ηρόστρατο διαπιστώνει εύκολα κανείς ότι η παράλογη συμπεριφορά των ανθρώπων οφείλεται συχνά στην ανικανότητα τους να αντιλαμβάνονται σωστά την πραγματικότητα. Δυστυχώς, Ηρόστρατους βλέπει ακόμα πιο έντονα σήμερα, σε σχέση με κάθε άλλη εποχή, κανείς σε όλα τα πεδία της ελληνικής πραγματικότητας. Ας αρχίσουμε από την πολιτική. Βλέπουμε ανθρώπους έτοιμους «να τα κάνουν όλα κούγκι», να δείξουν ότι ευρωπαίοι πολιτικοί δεν είναι ευπρόσδεκτοι στη χώρα. Ποιος μπορεί να ξεχάσει το «go back κυρία Μέρκελ» και τις συνέπειες για τη χώρα αυτής της ηροστράτειας περιόδου. Ηρόστρατοι να παραβιάζουν την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης και ελευθερία των μέσων ενημέρωσης. Ηρόστρατους, να διακηρύττουν τον ακταρμά ότι τα κάνουν όλα στο όνομα του εθνικισμού, ευρωπαϊσμού και διεθνισμού τους συγχρόνως και μαζί.
Ηρόστρατους να στηρίζουν άλλους Ηρόστρατους. Πολιτικοί στηρίζουν αντιεξουσιαστές που καίνε και καταστρέφουν, βίαια καταλαμβάνουν και παραβιάζουν ιδιωτική και δημόσια περιουσία, συνδικαλιστές και πάσης φύσεως μειοψηφίες και δικαιωματιστές που απειλούν, εκβιάζουν και ισοπεδώνουν την καθημερινότητα μας. Ηρόστρατους που καταστρέφουν σύμβολα της ιστορίας, του έθνους και πίστης μας κ.α.. Το φαινόμενο δεν είναι βέβαια μόνο τοπικό, αλλά και παγκόσμιο. Διακρίνει εύκολα κανείς σε πολλά σημεία του πλανήτη ένα ηροστράτειο έργο. Και αυτό δεν είναι παρήγορο αλλά άκρως ανησυχητικό.
Πέραν της πολιτικής και κοινωνίας, το ακόμα πιο λυπηρό και μαζί επικίνδυνο είναι ότι σωρεία Ηρόστρατων έχει μαζευτεί και στην τέχνη. O Φίλιπ Ροθ στο Παντρεύτηκα έναν κομμουνιστή βάζει στη θέση τους με έναν υποδειγματικό τρόπο όλους αυτούς τους Ηρόστρατους. Χαρακτηριστικά γράφει: «… Η τέχνη ως όπλο; Η τέχνη να παίρνει τη σωστή θέση σε όλα; Η τέχνη ως υπέρμαχος του καλού; Ποιος σου τα είπε όλα αυτά; Ποιος σου είπε πως η τέχνη είναι συνθήματα; Ποιος σου είπε πως η τέχνη είναι στην υπηρεσία «του λαού»; Η τέχνη είναι στην υπηρεσία της τέχνης – αλλιώς δεν υπάρχει τέχνη άξια οποιασδήποτε προσοχής. Ποιο είναι το κίνητρο για να γράφει κανείς σοβαρή λογοτεχνία; Να αφοπλίσει τους εχθρούς του ελέγχου των τιμών; Το κίνητρο για να γράφει κανείς σοβαρή λογοτεχνία είναι το να γράφει σοβαρή λογοτεχνία. Θέλεις να επαναστατήσεις εναντίον της κοινωνίας; Θα σου πω εγώ πως να το κάνεις: γράψε καλά».
Και συνεχίζει: «… αγωνίσου για τη λέξη. Όχι την πομπώδη λέξη, όχι την λέξη που παροτρύνει, όχι τη λέξη υπέρ αυτού και εναντίον του άλλου, όχι τη λέξη που διαλαλεί στους ευυπόληπτους πολίτες ότι είσαι υπέροχο, αξιοθαύμαστο άτομο το οποίο συμπάσχει στο πλευρό των βασανισμένων και των καταπιεσμένων, όχι: για τη λέξη που λέει στους ελάχιστους μορφωμένους οι οποίοι είναι καταδικασμένοι να ζουν στην Αμερική ότι είσαι στο πλευρό της λέξης!… Τίποτα δεν έχει πιο ολέθρια επίπτωση στην τέχνη από την επιθυμία του καλλιτέχνη να αποδείξει ότι είναι καλός. Ο τρομερός πειρασμός του ιδεαλισμού! Πρέπει να επιβληθείς στον ιδεαλισμό σου, να επιβληθείς στην αρετή σου καθώς και στην κακία σου, να επιβληθείς πρωτίστως αισθητικά σε ό,τι σε ωθεί να γράφεις – την οργή σου, την πολιτική σου, τη θλίψη σου, τον έρωτα σου! Έτσι και κάνεις κήρυγμα και παίρνεις θέση, έτσι και θεωρείς την οπτική σου ανώτερη, είσαι άχρηστος ως καλλιτέχνης, άχρηστος και γελοίος».
Τι κι αν τα γράφει πολύ ορθά ο Ροθ, δεν φαίνεται να ιδρώνει κανενός το αυτί. Βλέποντας όλο αυτό το ηροστράτειο έργο γύρω μου, αναρωτιέμαι, όλα για την δόξα ή φυλακή της ανθρώπινης ασχετοσύνης τους; Για πόσο ακόμα θα ανεχόμαστε όλους αυτούς, στο όνομα της πολιτικής ορθότητας, να απολαμβάνουν το ηροστράτειο έργο τους;