Με αφορμή τα θλιβερά γεγονότα στην Ουκρανία, αλλά κυρίως με τον τρόπο που εκτυλίχτηκαν μου ήρθε στο μυαλό αυτό που γράφει ο Λέων Τολστόι στο Πόλεμος και Ειρήνη: «… Όπως ο μηχανισμός του ρολογιού, έτσι και στον πολεμικό μηχανισμό η κίνηση είναι το ίδιο ασυγκράτητη απ’ τη στιγμή που θ’ αρχίσει. Κι όπως στο ρολόι παραμένουν αδιάφορα κι ακίνητα, ώσπου να μεταβιβαστεί σ’ αυτά η ώθηση, τα τμήματα εκείνα του μηχανισμού που δεν έχει φτάσει ακόμα η σειρά τους, το ίδιο και στον στρατό…».
Η αιφνιδιαστική επίθεση της Ρωσίας, η σθεναρή αντίσταση της Ουκρανίας και η αμηχανία της Δύσης απέναντι στην εισβολή της πρώτης στην δεύτερη, φαντάζομαι ότι μας έβαλε όλους και όλες, λίγο πολύ, σε κάποιες σκέψεις που αφορούν την Ευρώπη, Αμερική, Ρωσία και γενικότερα κόσμο. Κάποιες από τις δικιές μου σκέψεις είναι οι ακόλουθες.
Η Ευρώπη αποδεικνύει για μια ακόμη φορά ότι η ενότητα είναι ένας επιθυμητός στόχος όσο δεν πραγματοποιείται. Ανέκαθεν ήταν δύσκολο να θεωρείται η Ευρώπη ενιαία περιοχή, για τον απλούστατο λόγο ότι σημαίνει διαφορετικά πράγματα για διαφορετικούς ανθρώπους σε διαφορετικά πλαίσια. Η ιδέα της Ευρώπης, για πολλούς ιστορικούς, ανιχνεύεται στα τέλη του 15ου αιώνα και ήταν αποτέλεσμα της κατάρρευσης του Βυζαντίου και της επέκτασης των Οθωμανών στη νοτιοανατολική Ευρώπη. Την ίδια περίοδο οι Άραβες αποσύρθηκαν οριστικά από το άλλο άκρο της Ευρώπης, την Ιβηρική χερσόνησο, όπου κυριαρχούσαν για αιώνες.
Τα πράγματα σήμερα μπερδεύουν ακόμα περισσότερο με την όλο και μεγαλύτερη επιρροή του κινήματος cancel culture, αλλά και την επικράτηση με την οποία οτιδήποτε παρουσιάζεται «φιλτράρεται» και προσαρμόζεται με βάση κριτήρια υποκουλτούρας και λαϊκισμού, τα οποία την απομακρύνουν από τα θεμελιώδη στοιχεία της ενότητα της, τουλάχιστον εκείνα που είχε περιγράψει ο Τ. Σ. Έλιοτ το 1947 για την Ευρώπη μετά τον πόλεμο, όταν έγραφε ότι «μια νέα ενότητα μπορεί να επιτευχθεί μόνο αν αναπτυχθεί πάνω στις παλιές ρίζες: τη χριστιανική πίστη και τις κλασικές γλώσσες που οι Ευρωπαίοι έχουν από κοινού κληρονομήσει» (T. S. Eliot – The classics and the Man of Letters, στο To Criticize the Critic).
Η Ευρώπη δεν δείχνει καμία διάθεση, ακόμα και την ύστατη αυτή στιγμή, ένωσης για να προστατέψει, να ανανεώσει και να διατηρήσει τον πολιτισμό της απέναντι στις μη δυτικές κοινωνίες. Με τον μονισμό της στην πολυπολιτισμικότητα αρνείται να αποδεχτεί ότι το έθνος-κράτος όχι μόνο δεν είναι εχθρός της, αλλά στην πραγματικότητα αποτελεί προϋπόθεση για την ύπαρξη της. Και η ευρωπαϊκή ιδέα έχει μάλλον ενισχύσει παρά υποσκάψει την ιδέα της εθνικότητας.
Από την άλλη η Ρωσία έχει απομακρυνθεί ανεπιστρεπτί; ή μάλλον, ακόμα και μετά την κατάρρευση του κομουνιστικού κόσμου, ποτέ δεν κατάφερε να ενταχθεί από και σε αυτό που υποστήριζε ο Γκορμπατσώφ στην Περεστρόικα του, όταν έλεγε ότι: «η Ευρώπη, από τον Ατλαντικό ως τα Ουράλια είναι μια πολιτισμική και ιστορική οντότητα που την ενώνουν η κοινή κληρονομιά της Αναγέννησης και του Διαφωτισμού, καθώς και οι μεγάλες φιλοσοφικές και κοινωνικές διδασκαλίες του 19ου και του 20ου αιώνα».
Για την δε Αμερική, προέκταση και ηγέτιδα, από τα τέλη του 18ου αιώνα, του δυτικού πολιτισμού, – για αυτό και θα σταθώ περισσότερο εδώ – η συντριπτική πλειοψηφία των Αμερικανών ηγετών είχε από τότε την πεποίθηση ότι η Αμερική είχε μια ειδική υπευθυνότητα να διαδώσει τις αξίες της ως συνεισφορά στην παγκόσμια ειρήνη και δημοκρατία.
Ο Χένρι Κίσινγκερ το περιγράφει πολύ καθαρά το ιδεολογικό αυτό πλαίσιο. Στο σύγγραμμα του Διπλωματία, αναφέρει ότι σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Ρούζβελτ, μόνο μυστικιστές, ονειροπόλοι και διανοούμενοι υποστήριζαν την άποψη ότι η ειρήνη ήταν στη φύση του ανθρώπου και πως θα μπορούσε να διατηρηθεί με μια ανιοδιοτελή συναίνεση. Γι’ αυτόν, η ειρήνη ήταν από τη φύση της εύθραυστη και μπορούσε να διαφυλαχτεί μόνο με μια μόνιμη επαγρύπνηση, με τα όπλα των ισχυρών και με συμμαχίες ανάμεσα σε αυτούς που είχαν συγγενείς απόψεις.
Την ίδια ακριβώς ιδεολογική γραμμή, εξαιτίας των τότε ίσως ιστορικών συνθηκών πηγαίνοντας την ακόμα παραπέρα, κρατούσε ο Ρούζβελτ και όταν έλεγε ότι «Μια γλυκανάλατη ηθικολογία χωρίς υποστήριξη δύναμης είναι το ίδιο, αν όχι περισσότερο, κακοήθης και επιζήμια με τη χρήση της δύναμης χωρίς στοιχεία ηθικής».
Πάνω σε αυτό το ιδεολογικό πλαίσιο στηρίχτηκε όλη η Αμερικάνικη εξωτερική πολιτική του μεγαλύτερου μέρους του 20ου αιώνα μέχρι και την προεδρία του Ρόλαντ Ρήγκαν. Οι αξίες της Αμερικής της επέβαλαν την υποχρέωση να εκστρατεύει γι’ αυτές σαν σταυροφόρος σε όλο τον κόσμο.
Για πρώτη φορά στην ιστορία η παγκόσμια πολιτική είναι ταυτόχρονα πολυπολική και πολυπολιτισμική. Ο μονισμός με τον οποίο προωθείται πολιτικά αυτή η κατάσταση τείνει να καταργήσει και το θεμέλιο της δημοκρατίας, δηλαδή τον πλουραλισμό.
Πολλοί πίστεψαν ότι πολυπολιτισμικότητα και παγκοσμιοποίηση θα ήταν η λύση στο κακό. Μεταξύ πολλών άλλων γεγονότων και με την τελευταία εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία όμως αποδεικνύεται το ακριβώς αντίθετο. Μέσα σε αυτή την ιστορική πραγματικότητα η επιρροή της Δύσης εξασθενίζει, οι ασιατικοί πολιτισμοί – προς αυτούς κλείνει πλέον και η Ρωσία – επεκτείνουν την οικονομική, στρατιωτική και πολιτική τους δύναμη, και το Ισλάμ εκρήγνυται.
Μέχρι τώρα, με βάση όσα ξέρουμε και όσα ζήσαμε τα τελευταία χρόνια, ειδικά από το 9/11 και μετά, νιώσαμε την Ευρώπη, αλλά και γενικότερα, τη Δύση, νααπομακρύνεται από την πολιτισμική της βάση που οι βαθιές της ρίζες βρίσκονται στη χριστιανοσύνη, στις ανθρώπινες αξίες, στις ατομικές ελευθερίες και στη φιλελεύθερη δημοκρατία. Όσο απομακρύνεται πολιτικά από τον πλουραλισμό τόσο φθίνει σε όλα τα επίπεδα – κοινωνικά, οικονομικά, πολιτικά και κυρίως πολιτισμικά. Όσο η Αμερική απομακρύνεται από την συμβατική της φρόνηση που τέθηκε από τον Τζέφερσον, τον Ουίλσον και τον «σταυροφόρο» Ρούζβελτ με τελευταίο τον Ρήγκαν, παθαίνει ακριβώς το ίδιο. Η τελευταία σύρραξη όμως έφερε κάτι καινούριο και, έπειτα από το πρώτο σοκ και το μούδιασμα της καταστροφής, βιώνουμε και μία ευχάριστη έκπληξη: Το δημοκρατικό κόσμο της Δύσης, συστρατευμένο για τη διαφύλαξη του τρόπου ζωής του.
Ξαφνικά, όσο οι κυρώσεις κλιμακώνονταν, ένα φρόνημα άρχισε να σχηματίζεται.
Ένα ενιαίο και κοινό φρόνημα.
Δεν αναγγέλθηκε, το αντίθετο μάλιστα.
Ήρθε σε κόντρα όλων των άλλων στάσεων της Ευρώπης σε αντίστοιχες εκδοχές επίθεσης σε άμαχο πληθυσμό.
Ένα φρόνημα, όχι φανφαρώδες, ούτε δραματικό, αλλά ψυχρό και αντικειμενικό.
Ξαφνικά, σα να ξύπνησε από το κρεββάτι της Ωραίας Κοιμωμένης, η Ευρώπη, και με καίριες και «ανατομικές» κινήσεις αποψίλωσε τον εχθρό, τον οποίο, μέχρι πρότινος, κανείς δεν τολμούσε να διανοηθεί ότι θα τον αγγίξει καν! Όσο περνά ο καιρός, τόσο η στάση της Ευρώπης σκληραίνει (υπάρχει κλιμάκωση μέρα με τη μέρα) και σταθεροποιείται αυτό το φρόνημα που τείνει στο σημείο χωρίς επιστροφή πια, ακόμα και στο επίπεδο της διπλωματίας.
Κι όμως, η Ευρώπη, από τη μια άκρη της έως τη άλλη, σαν να γύρευε αφορμή, αποφάσισε να επιδείξει την, εδώ και πολλά χρόνια άφαντη, πυγμή της!
Ένα τεράστιο «ΩΣ ΕΔΩ!» διατρανώθηκε εναντίον όσων βάλλουν κατά της δημοκρατίας και της ελευθερίας!
Είδαμε τις πιο σκληρές και τις πιο απόλυτες κυρώσεις που έχουμε δει ποτέ. Κυρώσεις που θα θεωρούσαμε ότι δεν μπορούν να επιβάλουν, γιατί μέχρι τώρα βομβαρδιζόμασταν από ιδέες οικονομικής και ενεργειακής υπεροχής της Ρωσίας και αντίστοιχης εξάρτησης της Ευρώπης από τη Ρωσία. Ότι δεν πρέπει να δυσαρεστήσουμε ούτε γι’ αστείο, τη Ρωσία, ότι δεν πρέπει να «τσαντίσουμε» τη μεγάλη αρκούδα!
Κι όμως, είδαμε ότι μπορούμε.
Όσο περνάνε οι μέρες του πολέμου, τόσο οι ευρωπαίοι ηγέτες συσπειρώνονται , ομού με τους Αμερικανούς και τους Άγγλους
Από την άλλη, ξέρουμε όλοι πολύ καλά, ότι αυτή τη φορά, είδαμε πραγματικούς πρόσφυγες στις οθόνες μας. Κάποιους από αυτούς τους ανθρώπους πλέον τους βλέπουμε ήδη εδώ, στη χώρα μας. Ανθρώπους που ξεσπιτώθηκαν ξαφνικά από τις εστίες τους, που σήκωσαν τα παιδιά τους στα χέρια κι έφυγαν σε μια νύχτα, που τα άφησαν όλα πίσω για να σώσουν τη ζωή τους. Ανθρώπους που ΘΕΛΟΥΝ να ξαναγυρίσουν στη χώρα τους.
Κι είναι αναπόφευκτη η σύγκριση με τους οργανωμένους εισβολείς που μας στέλνει η Τουρκία εδώ και κάτι χρόνια. Είδαμε το πρόσωπο του πολέμου με ορθάνοιχτα τα μάτια να μας κοιτάει. Παιδιά όλων των ηλικιών να ξεσπιτώνονται και να αφήνουν πίσω τους πατεράδες τους για να πολεμήσουν και όχι για να βάλουν το χέρι τους μέσα στα παχυλά επιδόματα της βόρειας Ευρώπης.
Έπεσαν οι μάσκες, τραβήχτηκε η κουρτίνα, και φάνηκε η αλήθεια, ίσως κι η Ευρώπη δεν έχει πρόφαση πια να αποδέχεται τους εισβολείς στα εδάφη της ελέω «πολυπολιτισμικότητας», γιατί τις τελευταίες μέρες είδαμε καθαρά ποιος είναι πραγματικά πρόσφυγας και ποιος υποκρίνεται τον πρόσφυγα.
Από την άλλη, η Ρωσία έχει προβληθεί όλα αυτά τα χρόνια ως πλούσια χώρα και οι κάτοικοι της ως παρακμιακά ζάμπλουτοι κροίσσοι. Λίγοι γνωρίζουν, μόνο οι γνώστες της πολιτικής και της οικονομίας, ότι δεν είναι έτσι τα πράγματα. Ότι πρόκειται για μια αχανή χώρα με χαμηλό ΑΕΠ και πολλά προβλήματα υποδομών.
Όμως το “φαίνεσθαι” μιας πλούσιας ολιγαρχίας έδωσε το άλλοθι στην Ευρώπη να κινηθεί εναντίον της χωρίς τα ενοχοποιητικά βαρίδια του cancel culture και των…σταυροφοριών του Μεσαίωνα, που μας στοιχειώνουν ως άλλοθι των επιθέσεων που δεχόμαστε κάθε τόσο, συλλογικά και ατομικά, και αθωώνουν τους επιτιθέμενους, επί ευρωπαϊκού εδάφους.
Ευρώπη και Αμερική βρισκονται στο σωστό δρόμο αυτή τη στιγμή, όμως, αν δεν καταφέρουν να προστατέψουν, να ανανεώσουν και να διατηρήσουν τον πολιτισμό τους απέναντι στις μη δυτικές κοινωνίες, και να προωθήσουν και να στηρίξουν τον πλουραλισμό, δηλαδή την δημοκρατία, κινδυνεύουν με αφανισμό. Το ίδιο και όλος ο σύγχρονος δυτικός πολιτισμός και δημοκρατία. Κανένας λογικός άνθρωπος δεν επιθυμεί τον πόλεμο και ίσως, όπως γράφει ο Τολστόϊ στο Πόλεμος και Ειρήνη, «αν όλοι πολεμούσαν σύμφωνα με τις πεποιθήσεις τους, πόλεμος δε θα υπήρχε»… αλλά ποιος άραγε το κάνει αυτό;;;
* Το άρθρο συνέταξαν οι Γιάννης Κίτσος και Αγγελική Μητροπούλου