Με αφορμή την επέτειο των 200 ετών από την Ελληνική Επανάσταση γίνεται πολύ λόγος τόσο για τα τότε γεγονότα καθαυτά όσο και για τον ρόλο και σκοπό της ιστορίας. Ξεκινώντας από το δεύτερο, ο Φρίντριχ Νίτσε στο Ιστορία και Ζωή αναφέρεται σε τρεις απόψεις που η ιστορική γνώση ανήκει στον ζωντανό άνθρωπο: του ανήκει εφόσον αυτός δρα και προσπαθεί, του ανήκει εφόσον διαφυλάσσει και τιμά κάτι, του ανήκει εφόσον πάσχει και έχει ανάγκη να λυτρωθεί. Σε αυτή την τριάδα των σχέσεων αντιστοιχεί μια τριάδα ειδών της ιστορικής γνώσης – αν μας επιτρέπεται να διακρίνουμε ένα μνημειακό, ένα αρχαιολατρικό και ένα κριτικό είδος ιστορικής γνώσης.
Ιστορία ονομάζεται η επακόλουθη εξέλιξη αυτών των ανθρώπινων πολιτισμών. Άπαξ και εμφανίστηκαν, οι πολιτισμοί δεν έπαψαν ποτέ να αλλάζουν και να αναπτύσσονται, και οι ασταμάτητες αυτές μεταβολές είναι αυτό που ονομάζουμε ιστορία. Ο Τόμας Χομπς στον Λεβιάθαν αναφέρει ότι «η καταγραφή της γνώσης των γεγονότων αποκαλείται ιστορία. Έχουμε δυο είδη ιστορίας. Το ένα αποκαλείται φυσική ιστορία, και είναι η ιστορία όσων γεγονότων ή αντικειμένων της φύσης είναι ανεξάρτητα από τη βούληση του ανθρώπου, όπως οι ιστορίες μετάλλων, των φυτών, των ζώων, των περιοχή κοκ. Το άλλο είδος είναι η πολιτική ιστορία και είναι η ιστορία των εκούσιων πράξεων των ανθρώπων στο πλαίσιο των πολιτικών κοινοτήτων».
Ο Καρλ Λεβίτ στο Το νόημα της ιστορίας τοποθετεί το νόημα της στους Έλληνες ιστορικούς που έγραψαν πραγματική ιστορία με επίκεντρο κάποιο σπουδαίο πολιτικό γεγονός και στους πατέρες της εκκλησίας που ανέπτυξαν από την εβραϊκή προφητεία και την χριστιανική εσχατολογία μια θεολογία της ιστορίας εστιασμένη στα υπεριστορικά γεγονότα της δημιουργίας, της ενσάρκωσης και της τελείωσης. «Οι σύγχρονοι», γράφει, «επεξεργάζονται μια φιλοσοφία της ιστορίας εκκοσμικεύοντας θεολογικές αρχές και εφαρμόζοντας τες σε ολοένα πολυαριθμότερα εμπειρικά γεγονότα. Θα μπορούσαμε να πούμε πως με τις δύο μεγάλες συλλήψεις της αρχαιότητας και του χριστιανισμού, με την κυκλική κίνηση και με τον εσχατολογικό προσανατολισμό, έχουν εξαντληθεί οι βασικές προσεγγίσεις στην κατανόηση της ιστορίας».
Ο Μάρξ στη 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Μοναπάρτη, θεωρεί ότι οι άνθρωποι δημιουργούν την ιστορία τους, δεν τη δημιουργούν όμως αυθαίρετα σε συνθήκες επιλεγμένες από τους ίδιους, αλλά σε συνθήκες δοσμένες και κληρονομημένες από το παρελθόν. Η παράδοση που κληροδοτούν οι γενιές των αποθανόντων ζυγίζει πολύ βαριά πάνω στα κεφάλια των ζωντανών.
Κατά τους Στάθη Ν. Καλύβα και Νίκο Μαραντζίδη στα Εμφύλια Πάθη, η ιστορία «συνοψίζεται ως η επιστημονική μέθοδος στις κοινωνικές επιστήμες που βασίζεται στην προσπάθεια προσομοίωσης και προσέγγισης της επιστημονικής μεθόδου των φυσικών φαινομένων (γνωρίζοντας βέβαια ότι απέχει από αυτή) και αυτή ακριβώς η συνειδητοποίηση είναι που τη διακρίνει από μη επιστημονικές αναλύσεις».
Ποιος είναι άραγε ο ρόλος και σκοπός της ιστορίας; Ο Πολύβιος στο Ιστορίαι αναφέρει ότι «η γνώση της Ιστορίας είναι η πιο σωστή παιδεία και προπόνηση για την πολιτική δράση, και η μνήμη των συµφορών, που βρήκαν ξαφνικά τους άλλους, µας διδάσκει µε τρόπο μοναδικά χειροπιαστό να υποφέρουμε γενναία τις μεταβολές της τύχης».
Ο Yuval Noah Harari στο Sapiens πάει ένα βήμα παραπέρα και μας λέει ότι «η ιστορία δεν μπορεί να εξηγηθεί αιτιοκρατικά και δεν μπορεί να προβλεφθεί επειδή είναι χαοτική. Ενεργούν τόσες δυνάμεις και οι αλληλεπιδράσεις τους είναι τόσο σύνθετες, που ελάχιστες διακυμάνσεις στην ισχύ των δυνάμεων και τον τρόπο με τον οποίο αλληλεπιδρούν οδηγούν σε αποτελέσματα με τεράστιες διαφορές. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό· η ιστορία είναι χαοτικό σύστημα «δευτέρου επιπέδου». Τα χαοτικά συστήματα υπάρχουν σε δυο μορφές. Το χάος του πρώτου επιπέδου είναι χάος που δεν αντιδρά στις προβλέψεις σχετικά με αυτό. Το χάος δεύτερου επιπέδου είναι χάος που αντιδρά στις προβλέψεις που το αφορούν και, συνεπώς, δεν μπορεί να προβλεφθεί με ακρίβεια».
Συνεχίζοντας τη σκέψη του αναρωτιέται, «Γιατί, λοιπόν, μελετάμε την ιστορία; Αντίθετα από τη φυσική ή τα οικονομικά, δεν αποτελεί μέσο για να κάνουμε ακριβείς προβλέψεις. Δεν μελετάμε την ιστορία για να μάθουμε το μέλλον, αλλά για να διευρύνουμε τους ορίζοντες μας, να κατανοήσουμε ότι η παρούσα κατάσταση δεν είναι ούτε φυσική ούτε αναπόφευκτη και ότι, συνεπώς, έχουμε μπροστά μας πολύ περισσότερες δυνατότητες απ’ ό,τι φανταζόμαστε».
Σε όλα αυτά έρχεται και ο Βίλχελμ Νέστλε στο Από τον Μύθο στον Λόγο να μας πει ότι «Μύθος και λόγος – έτσι χαρακτηρίζουμε τους δυο πόλους, ανάμεσα στους οποίους αιωρείται η ανθρώπινη πνευματική ζωή. Η μυθική παραστατική δύναμη και η λογική σκέψη συνιστούν αντιθέσεις. Η πρώτη – δημιουργώντας και διαμορφώνοντας ακούσια και μέσα από το ασυνείδητο – είναι εικονιστική, ενώ η δεύτερη – αναλύοντας και συνδέοντας σκόπιμα και συνειδητά – είναι εννοιολογική».
Από τα ανωτέρω αυτό που καταλαβαίνουμε είναι ότι οι αποτελεσματικές ιστορίες δεν είναι εύκολο πράγμα. Το δύσκολο δεν είναι να αφηγηθείς την ιστορία, αλλά να πείσεις τους άλλους να την πιστέψουν. Μύθος ή Λόγος, η πίστη, λοιπόν, στην ιστορία μας είναι αυτό που μας καθορίζει σήμερα.
Ιστορικά, λοιπόν, οι σύγχρονοί Έλληνες κάνουμε μια διττή αναφορά στους αρχαίους και τους βυζαντινούς προγόνους μας. Για τους αρχαίους μας προγόνους, οι περισσότεροι λόγιοι τοποθετούν το τέλος του αρχαίου Ελληνικού πολιτισμού στο 529 μ.χ., όταν ο Ιουστινιανός έκλεισε την ακαδημία του Πλάτωνος στην Αθήνα. Από εκεί και πέρα, η Ορθοδοξία γίνεται η σύνθεση του Χριστιανισμού και του ελληνικού πνεύματος που κράτησε χίλια χρόνια τα τείχη του πολιτισμού εναντίον των Βαρβάρων της Δύσης και της Ανατολής αλλά και έσωσε το πνεύμα της αυτοκρατορίας, στους μαύρους αιώνες της σκλαβιάς.
Η Ελλάδα πριν την Επανάσταση είχε πίσω της την παράδοση δέκα βυζαντινών αιώνων μοναρχίας και πέντε οθωμανικών δουλείας. Οι ‘Έλληνες αποφασίζουν να επαναστατήσουν και να διεκδικήσουν την απελευθέρωση της από τους Οθωμανούς όταν υιοθετούν την αντίληψη του Πλήθωνος Γεμιστού ότι ο ελληνικός λαός έπρεπε να παραιτηθεί από τις αυτοκρατορικές επιδιώξεις και να περιορισθεί στις αυστηρά εθνικές. Όπως αναφέρει ο Καρλ Μέντελσον Μπαρτόλντι στην Επίτομη ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης «ο ελληνικός αγώνας υπέρ της εθνικής ανεξαρτησίας δεν έχει τη μορφή ενός ποταμού που ανέβλυσε ξαφνικά με δύναμη και διαύγεια από τις πηγές του, αλλά μοιάζει περισσότερο σαν κρυστάλλινο ρυάκι, που σιγά σιγά και με κόπο απαλλάχτηκε από τα θολά και ακάθαρτα νερά των βούρκων».
Σημαντικός συντελεστής της προπαρασκευής της υπήρξε η εποχή της ειρήνης του Κιουτσούκ-Καϊναρτζί όπου αναπτύχθηκε πολύ το ελληνικό εμπόριο και η ναυτιλία. Οι κάτοικοι του Αιγαίου, κάτω από την προστασία της ρωσικής σημαίας, άρχισαν να γίνονται οι μεσίτες στις εμπορικές συναλλαγές της Τουρκίας και τα μικρά ελληνικά πλοία με ρωσικά έγγραφα ναυσιπλοΐας έπλεαν από την Κριμαία ως το Γιβραλτάρ. Η αρχόμενη εθνική τάση, στα τέλη του 18ου αιώνα, στην ελληνική φιλολογία για την ίδρυση πολυάριθμων σχολείων και η προαγωγή των τεχνών και των επιστημών συνδέεται στενότατα με τη μεταβολή που έφερε η συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζί. Ο κόσμος στον οποίο κατά τον 18ο αιώνα μετακινούνταν οι Έλληνες χαρακτηρίστηκε τον 21ο αιώνα «ορθόδοξη κοινοπολιτεία». Ο χαρακτηρισμός αυτός σημαίνει ένα αίσθημα κοινότητας που βασιζόταν στην κοινή θρησκεία και την κοινή ελληνική παιδεία. Από τότε δε αρχίζει να τίθεται το Ανατολικό ζήτημα.
«Έτσι πεθαίνουν τα παλικάρια!» φωνάζει ο Ρήγας πριν οι σφαίρες, των όπλων από τους δυο Τούρκους που διέταξε ο πασάς να τον σκοτώσουν, τρυπήσουν το στήθος του. «Άφθονο σπόρο έσπειρα» είπε. «Θα’ ρθει ώρα που το έθνος μου θα τρυγήσει τους γλυκούς καρπούς του». Ο επαναστατικός ύμνος του με τίτλο «Θούριος», ο οποίος περιείχε έναν όρκο πίστης και αφοσίωσης σε αυτή τη νέα φανταστική δημοκρατία, γίνεται σημαία του αγώνα. Ο Ρήγας χρησιμοποιεί για πρώτη φορά στην ελληνική γλώσσα τη λέξη «έθνος». Μάλιστα ο Ρήγας θεωρεί ότι ακόμη και οι γυναίκες πρέπει να υπηρετούν στον στρατό: «ως και οι Ελληνίδες βαστούν μιζράκια εις το χέρι, αν δεν είναι επιτήδειαι εις το ντουφέκι». Όραμα του Ρήγα για μια κοσμοπολίτικη «Ελληνική Δημοκρατία».
Τη σκυτάλη θα πάρει ο Αδαμάντιος Κοραής – πατέρας του ελληνικού έθνους – και το 1798, έτος θανάτου του Ρήγα, αποκαλεί το δικό του κείμενο Αδελφική διδασκαλία. Ο Κοραής συνέδεσε την ελευθερία με την καταγωγή του έθνους. Για τον Κοραή το έθνος προσδιορίζει η κληρονομιά του, αντίληψη που παρεμπιπτόντως εξηγεί γιατί αφιέρωσε μεγάλο μέρος της πνευματικής του ενέργειας στην ελληνική γλώσσα, επιμένοντας ότι «η γλώσσα είναι εν από τα πλέον αναπαλλοτρίωτα του έθνους κτήματα».
Βοηθάει πολύ το γεγονός ότι στα Ιωάννινα ο Αλή πασάς δημιουργεί μια αυλή «πεφωτισμένου δεσπότη» προσελκύοντας άνδρες των γραμμάτων και των τεχνών από όλη την «ορθόδοξη κοινοπολιτεία». Η δε αποστασία του και η δημιουργία της Φιλικής Εταιρείας ήταν οι δυο κύριοι παράγοντες που προπαρασκεύασαν και αυτοί την Ελληνική Επανάσταση. Το σημαντικότερο σημείο του όρκου που έδιναν οι μυημένοι στη Φιλική Εταιρεία είναι ο εξής: «Ορκίζομαι, ότι θέλω τρέφει εις την καρδιά μου αδιάλλακτον μίσος εναντίον των τυράννων της Πατρίδος μου, των οπαδών και των ομοφρόνων με τούτους. Θέλω ενεργεί κατά πάντα τρόπον προς βλάβην των και αυτόν τον παντελή όλεθρον των, όταν η περίστασις συγχωρήση».
Η Ελληνική, όπως και κάθε άλλη επανάσταση, πήγε αντίθετα με την εποχής της. Την αντίθεση της Ευρώπης στην Ελληνική Επανάσταση την βρίσκουμε έντονα κατά την διάρκεια των εργασιών του συνεδρίου του Λάιμπαχ, τον Μάιο του 1821. Εκεί ο Μέτερνιχ διατύπωσε τις σκέψεις της Ιερής Συμμαχίας στο «υπόμνημα περί της ελληνικής καταστάσεως», στο οποίο δήλωνε κατηγορηματικά ότι η ελληνική επανάσταση δεν προήλθε από εθνική ενέργεια ούτε πρέπει να θεωρηθεί συνέπεια των τουρκικών καταπιέσεων, αλλά ήταν άμεσο αποτέλεσμα σχεδίου προετοιμασμένου από καιρό, με σκοπό να χτυπηθεί η Ιερή Συμμαχία.
Στην αντιστροφή της διεθνούς κοινής γνώμης βοήθησε τα μαλα το ποίημα του λόρδου Μπάιρον. Το προσκύνημα του Τσάιλντ Χάρολντ θα ασκούσε τεράστια επιρροή όταν το 1812 δημοσιεύτηκαν οι δυο πρώτες ωδές του. Το βιβλίο γνώρισε αμέσως εκδοτική επιτυχία και εγκαινίασε τα «χρόνια της φήμης» του συγγραφέα του, ο οποίος έγινε η πρώτη διασημότητα της σύγχρονης εποχής. Με τον ερχομό του το 1823 στην Κέρκυρα και την ενεργό εμπλοκή του στην Ελληνική Επανάσταση μετά από την απαίτηση του Φιλελληνικού κομιτάτου του Λονδίνου, από τη μια μέρα στην άλλη έγιναν διασημότητες η Ελλάδα και οι Έλληνες.
Στα χειρόγραφα του Μεσολογγίου του Μπάιρον βρίσκουμε το εξής χαρακτηριστικό για τους Έλληνες: «Και τη στιγμή εκείνη κατάλαβα πως ο τόπος αυτός δεν είναι πλέον η αρχαία Ελλάδα. Είναι και υπήρξε επί αιώνες η εμπροσθοφυλακή του Βυζαντίου. Το αληθινό Βυζάντιο δεν είναι πια δοξασμένο, ούτε κραταιό και ούτε καν βυζαντινό, και η σύγχρονη Ελλάδα είναι απλώς μια θλιβερή και άθλια ηχώ ενός νεκρού Βυζαντίου.
Ο Μπάιρον έβλεπε τους Έλληνες περισσότερο ως προγόνους του Οδυσσέα παρά του Περικλή. Συγκεκριμένα γράφει: «Έτσι είναι; Ή μήπως υπάρχει ακόμα, κρυμμένη, μια Ελλάδα πιο βαθιά; Παρ’ όλη την ανία και την απογοήτευση μου, η θέα της Ελλάδας έχει ακόμα επιρροή πάνω μου – αλλά μια επιρροή πιο σκοτεινή και πιο ύπουλη απ’ ότι στο παρελθόν. Τα αρχαία ονόματα, Αγαμέμνων και Αλκιβιάδης, τώρα δεν σημαίνουν σχεδόν τίποτα. Στο μυαλό μου αντηχούν τώρα ονόματα όπως Πέτρος, Γιάννης και Αριστόβουλος. Νιώθω να έχω ρουφηχτεί μέσα σε μια Ελλάδα βαθύτερη και άγνωστη, να έχω μεταμορφωθεί σε έναν Έλληνα θλιμμένο και αισθησιακό, με κατιτί βαρβάρικο. Αρχίζει να κυλάει μέσα μου μια φρικαλέα ελληνική διττότητα. Η Ελλάδα του Περικλή είναι νεκρή, αλλά η Ελλάδα του Οδυσσέα είναι ακόμα ζωντανή, με τη μυρωδιά της από αλμυρό ψάρι, ρετσινωμένο κρασί και βαμμένο πετσί. Συλλαμβάνω το χνώτο μιας Ελλάδας ακόμη αρχαιότερης, προαθηναϊκής, στη μυρωδιά του καμένου λαδιού και των φρεσκοσφαγμένων κατσικιών, των πλοίων που μόλις έφτασαν από την Ιθάκη και των ναυτών που στάζουν ιδρώτα καθώς σέρνουν τα πλεούμενα τους στη μακριά κόκκινη παραλία… Οι ναοί αποδείχτηκαν κοτέτσια και οι θρύλοι δεν ήταν παρά τοπικά κουτσομπολιά αναλφάβητων».
Στα ίδιο ημερολόγιο βρίσκουμε και μια μαρτυρία του Μπάιρον για μα φράση του πολύ στενού του φίλου Αλέξανδρου Μαυροκορδατου. Ο Μαυρκορδάτος κοιτάζοντας τον μελαγχολικά, όπως μαρτυρεί, λέει τα εξής για τους συμπατριώτες του: «Αλίμονο, δεν είναι παρά παιδιά. Έχουν ξεχάσει το ένδοξο παρελθόν τους, τις βροντερές κραυγές της μάχης των Θερμοπυλών. Δεν έχουν ακούσει ποτέ για τον Αλκιβιάδη, η ανάμνηση του Αχιλλέα δεν έχει νόημα γι’ αυτούς, ο Πλάτωνας είναι μόνο στάχτη. Ποιος ήταν ο Φειδίας, ποιος ο Ευριπίδης; Την τελευταία φορά που επισκέφθηκα τον Παρθενώνα τον βρήκα πνιγμένο στα σκουπίδια. Ως και η γλώσσα των Ελλήνων έχει γίνει μια τραχιά και άκομψη δημοτική… Η Ελλάδα είναι ένας βράχος, όχι ένας βαλτότοπος. Ας προσευχηθούμε να λάμψει ο ήλιος πάνω της!».
Και η Ελλάδα γίνεται βράχος και ο ήλιος λάμπει πάνω της. Σε μικρό χρονικό διάστημα και με ασήμαντα μέσα οι Έλληνες κατόρθωσαν πολλά. Από ομάδα εξεγερμένων δούλων έγιναν ανεξάρτητο έθνος, μάζεψαν στρατό, όπλισαν καράβια και διεξήγαγαν τακτικό αποκλεισμό από την ξηρά και τη θάλασσα των τουρκικών φρουρίων. Εκτιμάται ότι μέχρι το 1828 ο άμαχος πληθυσμός των περιοχών που θα συγκροτούσαν το ελληνικό κράτος είχε μειωθεί κατά 20% μετά το ξέσπασμα των εχθροπραξιών. Η καταστροφή της σοδειάς, μύλων και σπιτιών και η θανάτωση κοπαδιών, των μέσων με τα οποία εξασφάλιζε τα προς το ζην ο αγροτικός πληθυσμός, ήταν ακόμη μεγαλύτερης κλίμακας και στην περίπτωση των εκτρεφόμενων ζώων έφτανε το 90%.
Επειδή οι περισσότεροι θα εστιάσουν στα ορόσημα και ήρωες της Επανάστασης, θα επιλέξω να αναφερθώ σε κάποια τραγικά γεγονότα τα οποία όμως, σε συνδυασμό και με τα ανωτέρω, βοήθησαν στην διεθνοποίηση της. Ένα από αυτά υπήρξε η Άλωση της Τριπολιτσάς στις 23 Σεπτεμβρίου 1821. Οι αξιόπιστες μαρτυρίες της εποχής ανεβάζουν σε 12.000 τον αριθμό των σφαγμένων Τούρκων, ενώ ο Κολοκοτρώνης πρόχειρα τους ανεβάζει σε 32.000. Επειδή τόσοι νεκροί ήταν αδύνατο να ταφούν και σάπιζαν στο ύπαιθρο, έπεσε στην πόλη φοβερή επιδημία τύφου. Η άλωση της Τριπολιτσάς υπήρξε το στρατιωτικό θεμέλιο και η δύναμη της Επανάστασης. Από τα πλούσια λάφυρα όπλισαν οι αρχηγοί τους αγωνιστές και οι άμαχοι χωρικοί της υπαίθρου, παρατώντας τα μαχαίρια, τα δρεπάνια και τα ραβδιά, πήραν στα χέρια τους όπλα.
Τον Απρίλιο και τον Μάιο του 1821 προκαλείται η εξόντωση της τάξης των Φαναριωτών. Από τις εκτελέσεις που πραγματοποιήθηκαν εκείνη την περίοδο στην Κωνσταντινούπολη, η πιο διαβόητη ήταν η εκτέλεση του ηλικιωμένου οικουμενικού πατριάρχη της Ορθοδόξου Εκκλησίας Γρηγορίου Ε’, ο οποίος απαγχονίστηκε στην πύλη του Πατριαρχείου την Κυριακή του Πάσχα στις 22 Απριλίου. Εκείνες τις εβδομάδες πάνω από 100 επιφανείς Φαναριώτες αποκεφαλίστηκαν δημοσίως.
Ακολουθεί η σφαγή της Χίου. Με τη σφαγή της Χίου η πόλη μετεβλήθη σε σωρό ερειπίων, η δε πλούσιοι κάμποι της νήσου σε νεκροταφείο. Το Φεβρουάριο του 1822 η Χίος είχε 100.000 κατοίκους, τον δε Αύγουστο μόλις δυο! Ο αριθμός των σφαγιασθέντων υπολογίζεται σε 23.000, τον δε αιχμαλώτων σε 47.000. Ολόκληρα φορτία γυναικών και παιδιών κουβαλήθηκαν στην Αίγυπτο και την Τύνιδα και πουλήθηκαν ως δούλοι… Η εντύπωση που έκανε στην Ευρώπη η καταστροφή της Χίου ενισχύθηκε ακόμα περισσότερο από τα λαμπρά κατορθώματα του ελληνικού ηρωισμού που συνδέονται με τα γεγονότα της Χίου.
Με τη δε Μάχη του Πέτα τον 07 του 1822, γενικά το ήθος του μικρού φιλελληνικού σώματος ήταν αξιοθαύμαστο. Αποτέλεσμα της ήττας του Πέτα ήταν να υποστούν καίρια μείωση οι περί τον Μαυροκορδάτο ευρωπαϊκά αναθρεμμένοι και να κλονιστεί ανεπανόρθωτα η πίστη στην ευρωπαϊκή τακτική την οποία οι Έλληνες περιφρόνησαν από τότε βαθύτατα.
Στις 02 Ιουλίου 1824 επήλθε η καταστροφή των Ψαρών, όπου 30.000 κάτοικοι υπέστην γενική σφαγή, ενώ χιλιάδες γυναικόπαιδα, για να αποφύγουν την αιχμαλωσία, έπεσαν και πνίγηκαν στη θάλασσα ή ανατινάχθηκαν στον αέρα, βάζοντας φωτιά στις πυριτιδαποθήκες.
Στην δεύτερη πολιορκία του Μεσολογγίου και μεγάλη έξοδο – 10 Απριλίου 1826 – στα «Ελληνικά χρονικά», την εφημερίδα των πολιορκημένων που εξέδιδε ο φιλέλληνας Ελβετός Μάγερ, αναγράφεται ότι 1.740 ήταν οι νεκροί της πείνας, ενώ 100.000 βόμβες είχαν πέσει στην πόλη. Ο πληθυσμός ήταν 9.000 και απ’ αυτούς μόνο 300 οι αξιόμαχοι. Χιλιάδες βρήκαν το θάνατο και ανάμεσα τους οι φιλέλληνες όπως οι Μάγερ, Ρέζερ, Κλεμπ, Σάπαν, Ντίτμαρ, Λίτσοβ, Σπίτσελμπεργκ, ο Ριντέζελ και οι επίσκοποι Ρωγών Ιωσήφ. Από τους 9.000 Μεσολογγίτες διασώθηκαν 1.300 άνδρες, 7 γυναίκες και μερικά παιδιά.
Η ανεξαρτησία σφραγίζεται με τη ναυμαχία του Ναυαρίνου, στις 20 Οκτωβρίου 1827. Η ναυμαχία του Ναυαρίνου άλλαξε τα πάντα. Και σε αυτή δε συμμετείχε ούτε ένας Έλληνας. Αυτή η εξαιρετικά σημαντική συμμετοχή ευρωπαϊκών δυνάμεων ήταν αποτέλεσμα της αποφασιστικότητας του Μαυροκορδάτου και άλλων να διεθνοποιήσουν τον αγώνα των Ελλήνων. Εκεί υπήρξε ο θρίαμβος των λαών κατά των βασιλέων. Τη γενική εικόνα της αντιδραστικής Αγγλίας εκφράζει ο λόγος του βασιλιά στα 1828, ο οποίος χαρακτήρισε τη ναυμαχία «θλιβερό γεγονός που έγινε αφορμή να καταπολεμηθεί η θαλάσσια δύναμη παλαιού συμμάχου». Φυσικά στις γερμανικές και την αυστροουγγρική αυλή απλώθηκε θλίψη και κατήφεια για τον τουρκικό όλεθρο. Ο Μέτερνιχ έβλεπε να γκρεμίζονται οι προσπάθειες του ολόκληρων ετών. Η ναυμαχία του Ναβαρίνο υπήρξε για τους Έλληνες πραγματική σανίδα σωτηρίας.
Με την αναγνώριση της ελληνικής ανεξαρτησίας το 1830, μια νέα δυναμική εκδηλώθηκε στην ευρωπαϊκή γεωπολιτική: η δυναμική του έθνους-κράτους. Το 1843 όπου η Ελλάδα αποχτά το πρώτο σύνταγμα μετά την απόκτηση της ανεξαρτησίας της, σύμφωνα με μερικούς θεωρείται το τέλος της Ελληνικής Επανάστασης. Με οδηγό τα οράματα των Ρήγα και Κοραή, το νεοσύστατο ελληνικό κράτος μέχρι το 1919 συνέπεσε με το έθνος επειδή αποφάσισε να διευρύνει τα σύνορα του.
Έκτοτε το ελληνικό έθνος συμπίπτει με το κράτος, δυστυχώς, για τον ακριβώς αντίθετο λόγο. Δηλαδή, όχι γιατί το κράτος διευρύνθηκε, αλλά γιατί το έθνος ακρωτηριάσθηκε και συρρικνώθηκε, γιατί αφανίσθηκε ή εκτοπίσθηκε ο Ελληνισμός της Ρωσίας (μετά το 1919), της Μ. Ασίας (μετά το 1922), των Βαλκανίων και της Μέσης Ανατολής (ιδίως μετά το 1945). Ακολούθησε η εκδίωξη του ελληνισμού από την Κωνσταντινούπολη (1955) και την βόρειο Κύπρο (1974) και η μαζική φυγή του ελληνισμού της Βορείου Ηπείρου. Πρόκειται για μιαν εξαιρετικά πυκνή αλυσίδα εθνικών καταστροφών μέσα σε διάστημα ελάχιστο από ιστορική άποψη – εβδομήντα μόλις χρόνια.
Επειδή πολλά ακούγονται για την επέτειο της Ελληνικής Επανάστασης, τόσο σε επίπεδο κριτικής των τότε γεγονότων όσο και επιρροής της στο μέλλον της χώρας, θα ήθελα να κλείσω με μια φράση του Φρίντριχ Νίτσε στο Ιστορία και Ζωή: «Το παρελθόν μιλάει πάντα όπως ένα μαντείο: μόνον ως αρχιτέκτονες του μέλλοντος, ως γνώστες του παρόντος θα κατανοήσετε το χρησμό. Η εξήγηση που δίνεται σήμερα για την εξαιρετικά βαθειά και πλατειά επίδραση των Δελφών είναι ιδίως το ότι οι δελφικοί ιερείς είχαν ακριβή γνώση του παρελθόντος· καλό είναι να γνωρίζουμε ότι μόνο όποιος χτίζει το μέλλον έχει δικαίωμα να δικάσει το παρελθόν». Συνεπώς, η επίδραση της γνώσης του παρελθόντας μας βοηθάει να κατανοήσουμε καλύτερα το παρόν. Και το τι θα γίνει αύριο; Με πίστη στο έθνος, ας αρχίσουμε να το χτίζουμε για να μάθουμε.