Στρατηγική! Μια λέξη που αρκετοί χρησιμοποιούν συχνότερα από σχεδόν οποιαδήποτε άλλη στον δημόσιο λόγο τους. Έτσι, μετά την στρατηγική, έχουμε την στρατηγική ψυχραιμία και πολλών άλλων ειδών “στρατηγικούς νεολογισμούς”, που στις πλείστες των περιπτώσεων -αν όχι σε όλες- είναι κενοί νοήματος.
Βλέπετε, για να έχει νόημα η λέξη στρατηγική πρέπει οπωσδήποτε να απαντάει στις ερωτήσεις, Γιατί, Τι, Πως, και Ποιος. Βέβαια, ο στρατηγιστής μπορεί και να μην μας διαφωτίσει -για ευνόητους λόγους-, αν του θέσουμε αυτά τα ερωτήματα, πλην όμως στην πορεία του χρόνου, υπό την προϋπόθεση ότι παρακολουθούμε το έργο που επιτελεί, μπορούμε να κατανοήσουμε σχετικά εύκολα το πλαίσιο που κινείται η στρατηγική που έχει σχεδιάσει και να υποθέσουμε τον τελικό του στόχο.
Το πρόβλημα είναι ότι πολλοί δεν κατανοούν -ή προσποιούνται ότι δεν καταλαβαίνουν- τι σημαίνει η λέξη στρατηγική! Η στρατηγική λοιπόν αφορά –μεταξύ πολλών άλλων– στον καθορισμό ξεκάθαρου στόχου σε τουλάχιστον μεσοπρόθεσμο επίπεδο -σίγουρα όμως μακροπρόθεσμο- αλλά ταυτοχρόνως και στην δημιουργία σαφέστατων κανόνων που θα πρέπει με τη σειρά τους να ορίσουν συγκεκριμένα μοτίβα τόσο στον τρόπο σκέψης και κατά συνέπεια λήψης αποφάσεων όσο και στην ανάληψη δράσεων. Δεδομένων αυτών, όσοι εμπλέκονται σε επιτελικό επίπεδο -σε πρώτη φάση- στην υλοποίηση του στρατηγικού σχεδιασμού θα ξέρουν με σαφήνεια τι πρέπει -φυσικά και τι δεν πρέπει- να κάνουν και ποιες είναι οι προτεραιότητες κάθε φορά.
Η στρατηγική λοιπόν απαιτεί επιμονή, συνέχεια κι εντέλει συνέπεια. Απαιτεί επίσης την άριστη γνώση των δυνατοτήτων αλλά και αδυναμιών τόσο των δικών μας όσο και των αντιπάλων.
Για να καταστρωθεί μια Εθνική Στρατηγική απαιτείται επίσης η αγαστή συνεργασία μεταξύ Στρατιωτικών και Διπλωματών οι οποίοι θα φέρουν τα βέλτιστα αποτελέσματα υπό τις παρούσες κάθε φορά ρεαλιστικές συνθήκες -κι όχι ευχολόγια εν είδει πραγματικότητας-. Αυτό χωρίς να βγάζουμε από την εξίσωση το βασικότερο ίσως συστατικό για την επιτυχή σχεδίαση Εθνικής Στρατηγικής, την Πολιτική Βούληση.
Ένα ερώτημα, μετά από όλα αυτά, το οποίο αξίζει να τεθεί είναι, ποια είναι η Εθνική στρατηγική της Ελλάδας; Ακόμα καλύτερα ίσως θα ήταν να ρωτήσουμε αν έχουμε Εθνική Στρατηγική.
Απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα μάλλον δεν θα πάρουμε. Ακόμα όμως κι αν πάρουμε -από τους καθ’ ύλην αρμόδιους- μάλλον δεν θα μας ικανοποιήσει είτε γιατί είτε απλά θα θολώνει τα νερά μια γενική κι αόριστη δήλωση, πάντα στο πλαίσιο της τόσο κοινότυπης πια επικοινωνιακής πολιτικής-διαχείρισης, είτε γιατί πολύ απλά θα αναγνωρίσουμε, άμεσα και με ακρίβεια, το ψευδές των όποιων δηλώσεων. Όποιοι από εμάς παρακολουθούμε την Ελληνική Εξωτερική Πολιτική και την Εθνική Άμυνα δεν μπορεί παρά να έχουμε παρατηρήσει κάποια επαναλαμβανόμενα μοτίβα.
Σε αυτό το σημείο καλό θα είναι να κάνουμε ενδεικτικά μια αναδρομή στη σύγχρονη ιστορία μας ώστε αφενός να διαγνώσουμε τα συγκεκριμένα μοτίβα και αφετέρου να δούμε την ύπαρξη ή μη Εθνικής Στρατηγικής.
Ιούλιος 1974, Εισβολή Τουρκίας στην Κύπρο
Παράδειγμα προς αποφυγή, καθώς είναι επικών διαστάσεων αποτυχία της Ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, ακόμα αν θέλετε κι εν μέρει της Ελληνικής Στρατιωτικής ηγεσίας. Εν συντομία, η Ελληνική πολιτική ηγεσία δεν κατάλαβε ποτέ τι προετοίμαζαν οι ΗΠΑ, η Μεγ. Βρετανία και φυσικά η Τουρκία στην Κύπρο. Βρέθηκε απροετοίμαστη, χωρίς ισχυρές δυνάμεις -που παρόλα αυτά και υπό προϋποθέσεις που δεν είναι του παρόντος μπορούσαν να είχαν καθηλώσει τους τούρκους αν…- και σε διπλωματικό επίπεδο ανύπαρκτη.
Η Ελλάδα, ουσιαστικά δεν αντιδρά -ως όφειλε- σε στρατιωτικό επίπεδο και κινείται μόνο σε διπλωματικό – Εξ. Πολιτικής με τα τραγικά αποτελέσματα που όλοι γνωρίζουμε και που οι συνέπειές τους υφίστανται ως σήμερα και μάλιστα αποτελούν τον θεμέλιο λίθο των τουρκικών διεκδικήσεων. Για να γίνουμε πιο ακριβείς:
30/7/1974: Υπογραφή στη Γενεύη κοινή Διακήρυξη των Υπουργών Εξωτερικών της Ελλάδας, Τουρκίας και Μεγάλης Βρετανίας για την επάνοδο της συνταγματικής τάξης στην Κύπρο και την αναγνώριση της ύπαρξης δύο χωριστών διοικήσεων.
Μόνο που, πριν προλάβει να στεγνώσει το μελάνι, η Άγκυρα δήλωσε, δια του υπουργού Εξωτερικών της, Τουράν Γκιουνές, ότι «η Τουρκία δεν αισθάνεται δεσμευμένη από τη Δήλωση της Γενεύης της 30ής Ιουλίου». Και ήταν απολύτως φυσικό και σίγουρα εν γνώσει των ΗΠΑ και Μεγ. Βρετανίας καθώς από τις 22 και μέχρι τις 30 Ιουλίου, οι Τούρκοι, εν μέσω… εκεχειρίας, είχαν καταλάβει 100 τετραγωνικά χιλιόμετρα κυπριακού εδάφους και είχαν μεταφέρει στο νησί 20.000 άνδρες και 110 άρματα μάχης.
Κάποιος θα έλεγε ότι χειρότερα για την ελληνική εξωτερική πολιτική και διπλωματία δεν γίνεται! Κι όμως θα έκανε οικτρό λάθος!
8-14/8/1974: Γενεύη, νέα Διάσκεψη για την Κύπρο, η οποία έληξε άδοξα, παρά τη συμμετοχή και του Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών, Αυστριακού Κουρτ Βαλντχάιμ (1972-1981), καθώς την τελευταία μέρα της Διάσκεψης εκδηλώνεται -οποία έκπληξις- ο Αττίλας ΙΙ.
Ποια ήταν η αντίδραση της Ελλάδας; Μα φυσικά η άσκηση “πίεσης” με την αποχώρηση της Ελλάδας από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ. Μια απερίσκεπτη κι εντελώς λανθασμένη κίνηση που πληρώνουμε ακόμα, καθώς η Τουρκία από εκείνο το χρονικό σημείο και έπειτα διεκδίκησε από την συμμαχία τον έλεγχο του Αιγαίου κι έθεσε τις βάσεις για την αμφισβήτηση του status quo της περιοχής.
1986-1988, από το “Βυθίσατε το ΧΟΡΑ” στο “Mea Culpa”
Δύο συναντήσεις πραγματοποιήθηκαν στο Νταβός μεταξύ του Έλληνα πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου και του Τούρκου Τουργκούτ Οζάλ. Η πρώτη, το 1986, πραγματοποιήθηκε μετά από τις προκλήσεις της Τουρκίας η οποία με το ερευνητικό σκάφος “ΧΟΡΑ” παραβίαζε ανά διαστήματα την ελληνική υφαλοκρηπίδα.
Η Ελλάδα κατέφυγε στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ και στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, ζητώντας την πολιτική καταδίκη της Τουρκίας και τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Όπως χωρίς αποτέλεσμα ήταν τελικά και οι συζητήσεις στο Νταβός το 1986.
1987: Ελλάδα και Τουρκία φτάσαμε στα πρόθυρα του πολέμου. Η αιτία ήταν η απόφαση της κοινοπραξίας που εκμεταλλευόταν τα πετρέλαια της Θάσου, να προχωρήσει σε έρευνες για την ύπαρξη νέων κοιτασμάτων, πέραν των 6 ν.μ.. Η Τουρκία αντιδρούσε σε αυτή την εξέλιξη επικαλούμενη το πρακτικό της Βέρνης που είχαν υπογράψει οι δύο χώρες τον Νοέμβριο του 1976. Το πρακτικό αυτό αφορούσε στη δέσμευση των δύο χωρών να μην πραγματοποιήσουν έρευνες πέραν των χωρικών τους υδάτων και μέχρι τη διευθέτηση του θέματος της υφαλοκρηπίδας. Για την ιστορία το 1976 η Τουρκία επιχείρησε να διεξάγει έρευνες στην ελληνική υφαλοκρηπίδα και αυτός ήταν ο λόγος της υπογραφής του πρακτικού της Βέρνης. Από τα παραπάνω γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι ήδη από τότε η Τουρκία σκόπευε στον διαμοιρασμό του Αιγαίου μέχρι τον 25ο μεσημβρινό και χρησιμοποιούσε όλα τα μέσα και κυρίως τα δικά μας λάθη όπως η έξοδος της χώρας νωρίτερα από το στρατιωτικό σκέλος του NATO για να επιτύχει, έστω και σε βάθος χρόνου, τον αντικειμενικό της σκοπό.
26 Μαρτίου 1987. Το Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας της Τουρκίας αποφάσισε να στείλει στο Αιγαίο το ερευνητικό σκάφος “ΣΙΣΜΙΚ” -πρόκειται για το “ΧΟΡΑ” το οποίο απλώς είχε μετονομαστεί- για την πραγματοποίηση ερευνών.
Κάτω από την πίεση των τετελεσμένων που θα επέφερε μια πιθανή διενέργεια ερευνών στο Αιγαίο από την Τουρκία η Ελλάδα, ορθώς, κλιμακώνει και αποφάσισε να βυθίσει το “ΣΙΣΜΙΚ” αν αυτό διεξήγαγε έρευνες στην ελληνική υφαλοκρηπίδα. Παράλληλα, διατάχθηκε γενική επιστράτευση, αποφασίστηκε να κλείσει η Αμερικανική βάση της Νέας Μάκρης και ο τότε Υπουργός Εξωτερικών στάλθηκε στη Σόφια για διαβουλεύσεις με τη βουλγαρική κυβέρνηση.
27 Μαρτίου 1987. Μετά από παρέμβαση της Μ. Βρετανίας και του Γ.Γ. του ΝΑΤΟ Λόρδου Κάρινγκτον, ο Τουργκούτ Οζάλ, που βρισκόταν στο Λονδίνο προερχόμενος από τις ΗΠΑ όπου είχε υποβληθεί σε εγχείρηση καρδιάς, σε συνέντευξή του στο B.B.C. μετέβαλε τη στάση του, δηλώνοντας ότι το τουρκικό ερευνητικό σκάφος δεν θα έβγαινε στο Αιγαίο για έρευνες.
Και κάπου εδώ τελειώνει επιτυχώς από πλευράς της Ελληνικής Εξωτερικής Πολιτικής και φυσικά της Στρατιωτικής Ηγεσίας η διαχείριση της κρίσης. Και πράγματι θα μπορούσαμε να μιλάμε και σήμερα για μια μεγάλη επιτυχία η οποία δυνητικά μπορούσε να αλλάξει τις ισορροπίες στο Αιγαίο. Μόνο που η Ελληνική Εξωτερική πολιτική δείχνει συνέπεια μόνο όταν πρόκειται για αρνητικές για τα συμφέροντά μας εξελίξεις. Έτσι και σε αυτή την περίπτωση δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά…
Ιανουάριος 1988: Πραγματοποιείται ακόμα μία συνάντηση στο Νταβός και πάλι μεταξύ του Ανδρέα Παπανδρέου και Τουργκούτ Οζάλ. Ενώ λοιπόν όλοι περιμέναμε ότι θα λήξουν τα όποια θέματα μας στο Αιγαίο με την Τουρκία αφού τους είχαμε “κατατροπώσει” προηγουμένως γίνεται το αναπάντεχο για τα Ελληνικά συμφέροντα και η χώρα μας βρίσκεται σε δυσμενέστατη θέση, σαν να είχε ηττηθεί, καθώς ο Ανδρέας Παπανδρέου δεσμεύτηκε απέναντι στον Οζάλ, ότι η Ελλάδα θα απέχει από οποιαδήποτε έρευνα στα διεθνή ύδατα του Αιγαίου, αν κάνει το ίδιο και η Τουρκία, μέχρις ότου λυθεί το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας. Σε απλά ελληνικά, απωλέσαμε κυριαρχία και νομιμοποιήσαμε τις τουρκικές διεκδικήσεις. Μετά από μερικούς μήνες για την έκβαση αυτής της συνάντησης και τα καταστροφικά της αποτελέσματα ο Ανδρέας Παπανδρέου από το βήμα της βουλής θα κάνει την αυτοκριτική του με τη λατινική φράση «mea culpa». Μόνο που για τέτοιου μεγέθους ζημιά η απλή παραδοχή του λάθους δεν αρκεί.
1996-1997. Τα Ίμια και η Συμφωνία της Μαδρίτης
Ίμια, τι να πεις κανείς! Το απόλυτο case study για το τι πρέπει να αποφεύγεται σε καταστάσεις κρίσης. Κυβέρνηση σε παράλυση, ανίκανη να υπερασπιστεί το εθνικό συμφέρον. Αποδείχθηκε περίτρανα ότι η πολιτική και στρατιωτική ηγεσία μιλούσαν άλλη γλώσσα και υπήρχε αδυναμία συνεννόησης. Η σύσκεψη αντί να γίνει στο ΕΘΚΕΠΙΧ αφού είχε κινητοποιηθεί ο στόλος και το κλίμα ήταν πολεμικό έγινε στο γραφείο του Πρωθυπουργού… O Διοικητής της ΕΥΠ αντί να ενημερώνει όπως έπρεπε, τον άφησαν να περιμένει εκτός γραφείου μέχρι να του επιτραπεί η είσοδος… Ένα ερώτημα που πλανάται είναι αν τελικά έμαθε ποτέ ο τότε πρωθυπουργός τι σημαίνει η φράση “έχουμε τακτικό πλεονέκτημα” αλλά και τι είναι επιτέλους οι… “κανόνες εμπλοκής”. Τέλος, οι πολιτικοί αδιαφορώντας για τις συνέπειες αυτής τους της υποχώρησης(;) επέμειναν στην αποκλιμάκωση και εντέλει στην de facto απώλεια εδάφους και εν συνεχεία στη δημιουργία γκρίζων ζωνών. Άλλωστε, θα πει κάποιος, τι χάσαμε; Λίγα στρέμματα είναι οι βραχονησίδες Ίμια… Τελικά τη σημαία την πήρε ο άνεμος και μαζί με αυτήν και την χώρα. Τρεις ψυχές όμως ζητούν δικαίωση.
Ένα πολύ καλό άρθρο που καταγράφει λεπτομερέστατα το τι έγινε και τι όχι, κατά την κρίση των Ιμίων, μπορείτε να διαβάσετε στους παρακάτω συνδέσμους. Είναι σε 4 μέρη.
ΙΜΙΑ: Ένας Ναύαρχος που έζησε τη κρίση αναλύει τα λάθη και τις παραλείψεις
ΙΜΙΑ 2: Πολιτική κατάσταση και χειρισμός της κρίσης
ΙΜΙΑ 3: Ώρα μηδέν – Αυτά που δεν έγιναν τη μοιραία νύχτα
ΙΜΙΑ 4: Έξω από τα δόντια. Ποιοι έφταιξαν
8/7/1997 – Συμφωνία της Μαδρίτης: Στη Σύνοδο Κορυφής του NATO έλαβαν χώρα συνομιλίες μεταξύ ελληνικής και τουρκικής πλευράς υπό την επίβλεψη της Υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ, Madeleine Albright. Στο πλαίσιο της Συνόδου αυτής, ο Πρωθυπουργός της Ελλάδας, Κ. Σημίτης, και ο Πρόεδρος της Τουρκίας υπέγραψαν μια συμφωνία, με απώτερο σκοπό την “μείωση της έντασης στο Αιγαίο, και η απομάκρυνση του κινδύνου σύρραξης ανάμεσα στις δύο χώρες”.
Τα βασικότερα σημεία της Συμφωνίας ορίζουν επιγραμματικά πως:
“Και οι δύο χώρες θα αναλάβουν την προσπάθεια να προωθήσουν διμερείς σχέσεις που θα βασίζονται σε:
- Αμοιβαία δέσμευση για την ειρήνη, την ασφάλεια και τη συνεχή ανάπτυξη σχέσεων καλής γειτονίας. (1)
- Σεβασμό της κυριαρχίας της κάθε χώρας. (2)
- Σεβασμό των Αρχών του Διεθνούς Δικαίου και των Διεθνών Συνθηκών. (3)
- Σεβασμό στα νόμιμα, ζωτικά συμφέροντα και ενδιαφέροντα της κάθε χώρας στο Αιγαίο, τα οποία έχουν μεγάλη σημασία για την ασφάλεια και την εθνική κυριαρχία της. (4)
- Δέσμευση αποφυγής μονομερών ενεργειών στη βάση του αμοιβαίου σεβασμού και της επιθυμίας, ώστε να αποτραπούν συγκρούσεις οφειλόμενες σε παρεξήγηση. (5)
- Δέσμευση διευθέτησης των διαφορών τους με ειρηνικά μέσα, στη βάση αμοιβαίας συναίνεσης, και χωρίς τη χρήση βίας ή την απειλή βίας”. (6)
Καμία έκπληξη δεν αποτέλεσε το ότι η συμφωνία έγινε ευρέως αποδεκτή από την ελληνική πολιτική σκηνή, σχεδόν από όλα τα κόμματα του Κοινοβουλίου, αλλά και από τον ελληνικό τύπο. Προφανώς η προβολή στον χρόνο των συνεπειών αυτής της συμφωνίας -αλλά και όπως αποδεικνύεται δυστυχώς, γενικότερα των όποιων συμφωνιών συνάπτουν- δεν ήταν το δυνατό τους σημείο. Ακόμα και αν δεχτούμε ότι δεν μπορούσαν να προβλέψουν τις εξελίξεις σε σχέση με όσα υπέγραφαν, αυτό που είναι εντελώς αδιανόητο είναι ότι δεν πήραν μαθήματα από την συμπεριφορά των τούρκων τα προηγούμενα χρόνια. Για κάποιο ανεξήγητο λόγο, οι πολιτικοί της Ελλάδας δείχνουν, σε αυτούς τους κρίσιμους τομείς για την εθνική επιβίωση, να ζουν μονίμως στο… “τώρα” ή ακόμα χειρότερα να άγονται και να φέρονται από τις επιταγές τρίτων μερών τα οποία όμως πράττουν βάσει των συμφερόντων τους και μόνο ενώ αυτά τα τελευταία σπανίως συμπίπτουν με τα ελληνικά.
Γιατί όμως ήταν απαράδεκτη τελικά αυτή η συμφωνία; Ο προσεκτικός και υποψιασμένος αναγνώστης, μόνο που θα διαβάσει τα βασικά σημεία της Συμφωνίας θα αντιληφθεί ότι είτε είναι γενικόλογες είτε ακόμα κι αν δεν είναι η Τουρκία έχει αποδείξει πολλάκις ότι δεν σέβεται επ’ ουδενί τις συμβάσεις-συμφωνίες που υπογράφει, ειδικά αν θεωρεί ότι έτερος συμβαλλόμενος είναι αδύναμος ή ότι το momentum είναι ευνοϊκό για την ίδια. Για την Τουρκία οι συμφωνίες-συνθήκες είναι χρήσιμες μόνο για να κερδίζει χρόνο ώστε να ενδυναμώνει τη θέση της τόσο σε νομικό επίπεδο όσο και σε στρατιωτικό. Η πολιτική της Τουρκίας είναι μόνο και μονίμως επεκτατική.
Συγκεκριμένα, τα σημεία 1,2,3 και 6 όπως αυτά παρατίθενται παραπάνω, εκτός του ότι είναι γενικόλογα, με αποτέλεσμα να επιδέχονται πολλών ερμηνειών -ιδίως από μια χώρα όπως η Τουρκία, που παραδοσιακά σε ό,τι την αφορά δίνει διασταλτικές ερμηνείες οι οποίες φροντίζει να συμπλέουν με τις μαξιμαλιστικές της θέσεις- δεν έχουν και απολύτως κανένα νόημα για τη συγκεκριμένη χώρα αφού είναι δεδομένο το ότι είναι θέμα χρόνου και συγκυριών το πόσο χρονικό διάστημα όχι θα τις εφαρμόσει αλλά πόσο θα μείνει η ίδια ανενεργή στην καταπάτηση των όρων. Όσον αφορά στα σημεία 4 και 5 υπάρχει σαφέστατο πρόβλημα καθώς η Ελλάδα αναγνωρίζει ζωτικά συμφέροντα της Τουρκίας στο Αιγαίο! Γενικά στο Αιγαίο!
Το πρόβλημα και πάλι εδώ είναι αποκλειστικά στην Ελληνική πλευρά. Ως Ελλάδα θεωρούμε ότι ο έτερος συμβαλλόμενος θα πράξει σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο. Εθελοτυφλούμε όμως καθώς οι συμφωνίες στις οποίες αναφερόμαστε αφορούν στην Τουρκία η οποία καταλαβαίνει μόνο από ισχύ και σε αυτή στηρίζεται. Έτσι σε όσους παρακολουθούμε -με εξαίρεση τους πολιτικούς μας φυσικά- την τουρκική εξωτερική πολιτική δεν ήταν έκπληξη ότι η Τουρκία προβαίνει σε αυθαίρετες διεκδικήσεις εξαιτίας των καταχρηστικών ερμηνειών των συγκεκριμένων δύο άρθρων. Υπήρχαν άραγε κάποιοι που δεν το περίμεναν;
Τα ζωτικά, λοιπόν, συμφέροντα μπορούν να δικαιολογηθούν από την Τουρκία με επίκληση στρατιωτικών, γεωπολιτικών και οικονομικών κριτηρίων, αλλά και με την παραπάνω ερμηνεία των συμφωνιών, αναιρώντας τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας στο Αιγαίο. Αυτή η γενική και αόριστη αναφορά για σεβασμό στην κυριαρχία των δυο κρατών, χωρίς τη διευκρίνιση της αποδοχής των υφιστάμενων συνόρων από την Τουρκία, αποτέλεσε το έναυσμα για αναζωπύρωση των θεωριών των “Γκρίζων Ζωνών” στο Αιγαίο, καθώς και για διευθέτηση της ΑΟΖ μέσω της ευθυδικίας. Αν και τα δυο κράτη δήλωναν σεβασμό στις αρχές του Διεθνούς Δικαίου και των Διεθνών Συμφωνιών, δεν διευκρινιζόταν σαφώς ότι αυτά αποδέχονταν να διευθετηθούν οι διαφορές στο Αιγαίο με βάση το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας.
Για να γίνει κατανοητό το πως διαστρεβλώνονται από την Τουρκία όροι συμφωνιών αξίζει να επισημανθεί ότι στο πλαίσιο του αμοιβαίου σεβασμού και της επιθυμίας, με βάση την τουρκική ερμηνεία, αποκλείεται η δυνατότητα της Ελλάδας -που παρέχεται με βάση το Διεθνές Δίκαιο- για επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης της στα δώδεκα ναυτικά μίλια, αφού -στην πράξη- η Τουρκία διακήρυξε αυτό το γεγονός ως casus belli.
Επιλέξαμε στη διαδρομή των τελευταίων περίπου πενήντα χρόνων τρεις ενδεικτικές περιπτώσεις που είτε όλα πήγαν στραβά είτε ενώ ξεκινήσαμε ευνοϊκά, στο τέλος βρεθήκαμε να έχουμε επιστρέψει σε θέση χειρότερη από αυτή που ήμασταν αρχικά. Θα θέλαμε πολύ να έχουμε και περιπτώσεις που όλα πήγαν κατ΄ ευχή αλλά δυστυχώς δεν βρήκαμε. Και δεν βρήκαμε γιατί απλά δεν υπάρχουν.
Επιπροσθέτως όσων περιγράψαμε παραπάνω, υπάρχουν κάποια θέματα τα οποία είτε διαχρονικά είτε τα τελευταία χρόνια υποβαθμίζουν έτι περεταίρω τόσο την διαπραγματευτική μας θέση όσο και την αμυντική μας ικανότητα, ενώ παράλληλα αυξάνουν το κόστος για τη χώρα σε δυσθεώρητα ύψη.
Ας τα δούμε συνοπτικά.
- Σταδιακή απαξίωση μέχρι ουσιαστικού κλεισίματος της Πολεμικής Βιομηχανίας συμπεριλαμβανομένων και των Ναυπηγείων.
- Αγορές οπλικών συστημάτων με… πολιτικά κριτήρια!
- Κατάτμηση των αγορών που αφορούν στα εξοπλιστικά. Αγορές δηλαδή σε μικρούς αριθμούς.
- Πολυτυπία οπλικών συστημάτων.
Μια χώρα για να μπορέσει να ανταπεξέλθει σε μία κρίση, θερμό επεισόδιο ή και ευρύτερη πολεμική επιχείρηση, θα πρέπει να μπορεί να έχει αυτάρκεια μέσων σε ένα βαθμό. Να μην χρειάζεται δηλαδή να προβεί εν μέσω επιχειρήσεων σε εκτεταμένες αγορές συστημάτων ή/και πυρομαχικών. Γίνεται σαφές ότι για να επιτευχθεί αυτό χρειάζεται μια ακμάζουσα πολεμική βιομηχανία και μάλιστα στην αιχμή της τεχνολογίας. Φυσικά, μια πολεμική βιομηχανία πέρα από το να προμηθεύει με υλικό τις Ένοπλες Δυνάμεις της Χώρας θα μπορεί και πρέπει να είναι προσανατολισμένη σε πιθανές εξαγωγές, όπου αυτό είναι δυνατόν. Άρα, θα συνεισφέρει -πέρα από τη μείωση του κόστους των όποιων εξοπλιστικών προγραμμάτων- ακόμα περισσότερο και στο ΑΕΠ από πιθανές εξαγωγές. Βέβαια κάτι τέτοιο δεν υλοποιείται από τη μία μέρα στην άλλη αλλά θέλει προσπάθεια και χρόνο για να αποφέρει κέρδη, σε όλα τα επίπεδα.
Μια ακόμη πρακτική η οποία ταλανίζει τις Ένοπλες Δυνάμεις και πιθανώς την ισχύ τους, είναι οι αγορές βάσει πολιτικών κριτηρίων και όχι δυνατοτήτων. Ενώ θεωρητικά υπάρχει μια κάποια βάση, αν η Ελλάδα βρισκόταν ας πούμε στη θέση που βρίσκεται το Λουξεμβούργο, με την έννοια ότι με την αγορά οπλικών συστημάτων αγοράζεις ταυτόχρονα και τη στήριξη του κράτους παραγωγού, η πράξη έχει δείξει ότι οι χώρες παραγωγοί μένουν σε λεκτική κι άρα όχι ουσιαστική στήριξη. Ένα καλό ερώτημα που θα θέταμε στους πολιτικούς μας είναι το τι εννοούν με τον όρο στήριξη, μέχρι ποιου βαθμού φαντάζονται αυτή τη στήριξη και αν είμαστε σίγουροι ότι έχουμε κοινά, έστω και σε κάποιο σχετικά μεγάλο βαθμό, συμφέροντα…
Τα επόμενα δύο, δηλαδή η κατάτμηση των αγορών αλλά και η πολυτυπία, έχουν σημαντικές συνέπειες στην ισχύ των ΕΔ μας καθώς αφενός αυξάνεται το διάστημα απόκτησης του συνόλου των αναγκαίων μέσων, μικρότερες παραγγελίες -άρα και περισσότερες συμβάσεις- αυξάνουν δραματικά το κόστος απόκτησης. Για παράδειγμα με x κόστος κάποιες δεκαετίες πριν μια χώρα θα μπορούσε να αγοράσει 120 F-18 με το κλειδί στο χέρι. Με τα ίδια χρήματα αλλά έχοντας σπάσει την αγορά στα δύο -για… πολιτικούς λόγους-, θα έπαιρνε 40 + 40 αεροσκάφη διαφορετικών τύπων. Και το κόστος δεν είναι μόνο αυτό! Γιατί; Γιατί θα χρειαστεί διαφορετική εκπαίδευση πιλότων (κόστος εκπαίδευσης), διαφορετικές ομάδες τεχνικών (κόστος εκπαίδευσης), δύο γραμμές εφοδιασμού ανταλλακτικών (τα οποία θα αγοράζει ακριβότερα), διαφορετικών τύπων όπλα κλπ κλπ. Κι έτσι τελικά, σε μία πιθανή οικονομική κρίση κι εφόσον δεν είχε η συγκεκριμένη χώρα προνοήσει με μία μεγάλη αγορά να κάνει οικονομία κλίμακος, θα βρεθεί με ελλείψεις ανταλλακτικών και εντέλει με δραματικά μειωμένες διαθεσιμότητες…
Σε ό,τι μόλις περιγράψαμε οι στρατιωτικοί δεν είναι άμοιροι ευθυνών. Γιατί; Γιατί πολύ απλά, για δικούς τους λόγους, συναινούν σε αυτές τις πρακτικές. Μόλις όμως αποστρατευτούν στηλιτεύουν τα κακώς κείμενα που όσο όμως βρίσκονταν εν ενεργεία δεν τους άγγιζαν -εμφανώς τουλάχιστον-.
Η εξωτερική μας πολιτική την τρέχουσα χιλιετία
Με τα όποια προβλήματα, φτάσαμε και στη νέα χιλιετία και πλέον έχουν περάσει είκοσι χρόνια από την έναρξη αυτής. Τα προβλήματα που αναφέρθηκαν νωρίτερα εξακολουθούν να υφίστανται ακόμα και σήμερα, τώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές. Έχουν προστεθεί, η υπερβολική γήρανση των μέσων των Ενόπλων Δυνάμεων, ο εκούσιος από-εξοπλισμός στα όρια της πλήρους αποδυνάμωσης, το φοβικό σύνδρομο των πολιτικών απέναντι στην Τουρκία -που έχει σηματοδοτήσει μία μόνιμη υποχώρηση έναντι των όλο και μεγαλυτέρων και θρασυτέρων διεκδικήσεων-προκλήσεων της Τουρκίας, στο πλαίσιο ενός εν τέλει αιματοβαμμένου κατευνασμού, που εκ του αποτελέσματος μόνο ως τέτοιος δεν λογίζεται και μάλιστα δεν γνωρίζουμε που θα μας οδηγήσει.
Λόγω αυτού του φοβικού συνδρόμου -ελπίζουμε όχι εξαιτίας κάποιων συμφωνιών που δεν έχουν δει το φως της δημοσιότητας… ακόμα-, το κράτος μας δεν έχει τολμήσει να αυξήσει τα χωρικά του ύδατα στα 12νμ ως οφείλει. Τα περί δικαιώματος ανά πάσα στιγμή να προβεί σε αυτή την ενέργεια δεν είναι τίποτε περισσότερο από ουσιαστικά επικοινωνιακή διαχείριση ως προς το κοινό στο εσωτερικό της χώρας, ώστε αυτό το τελευταίο να είναι σε θέση να ελπίζει αφενός κι αφετέρου να μην δυσανασχετεί -για να τεθεί ευγενικά- για την de facto απεμπόληση θεμελιώδους κυριαρχικού δικαιώματος, το οποίο μάλιστα θα έλυνε δια παντός τα όποια εντελώς παράλογα θέματα θέτει η απέναντι πλευρά, τουλάχιστον στο Αιγαίο.
Όπως είναι αναμενόμενο, εφόσον δεν έχουμε τολμήσει να αυξήσουμε τα χωρικά μας ύδατα, δεν ανακηρύξαμε ούτε ΑΟΖ… Πολλά μπορεί να ειπωθούν αλλά η πραγματικότητα είναι αμείλικτη. Η Κύπρος ήταν έτοιμη να υπογράψει και εν πολλοίς είναι ακόμη αλλά σε παρελθόντα έτη το ίδιο επιθυμούσε και η Αίγυπτος. Η Ελλάδα συστηματικά κωλυσιεργούσε με αποτέλεσμα πλέον η υπογραφή με την Αίγυπτο να έχει απομακρυνθεί καθώς έχουμε διαφορές αναφορικά με την επήρεια του Συμπλέγματος της Μεγίστης. Αποτέλεσμα; Η Τουρκία οριοθέτησε ουσιαστικά ΑΟΖ με την Λιβύη και η Ελλάδα φωνασκεί ότι αυτή η κίνηση είναι παράνομη και δεν παράγει κανένα νομικό αποτέλεσμα, ξεχνώντας με πολύ βολικό τρόπο -για ποιόν άραγε- το ότι όσο περνάει ο χρόνος θα αποκτά ισχύ εθιμικού δικαίου.
Αναφορικά δε με τις εξελίξεις στη Λιβύη, η Ελληνική Εξ. Πολιτική – Διπλωματία κινήθηκε μεν με καθυστέρηση δε! Το κακό και σε αυτή την περίπτωση είναι ότι Ο Χαφτάρ δεν θέλει να ακούσει μόνο λόγια, αυτό που χρειάζεται είναι και πράξεις στήριξης. Οι εθισμένοι στα παχιά λόγια Έλληνες πολιτικοί όμως φτάνουν μέχρι του σημείου απλώς να δηλώσουν την όποια στήριξή τους και αυτό τους αρκεί! Θα περίμενε λοιπόν ο Χαφτάρ τις ενισχύσεις των τουρκμένων-τζιχαντιστών που στέλνει η Τουρκία στη Λιβύη, μέσω του FIR Αθηνών, να τις έχουμε μπλοκάρει όπως κι αυτές σε εφόδια που φτάνουν μέσω της δυνητικής μας ΑΟΖ. Θα περιμένει πολύ μάλλον…
“Ανεξήγητη” κωλυσιεργία υπάρχει και στην αδειοδότηση τεμαχίων για έρευνες-εξορύξεις υδρογονανθράκων νότια-νοτιοδυτικά της Κρήτης, παρότι νωρίτερα είχε εκδηλωθεί ένα κάποιο ενδιαφέρον από μεγάλες εταιρείες για τα συγκεκριμένα τεμάχια. Βέβαια, πριν φτάσουμε στο σημείο έστω και σε μέρος της επικράτειάς μας να ορίσουμε τεμάχια, υπήρξαν πολιτικοί οι οποίοι σε όλους τους τόνους διατείνονταν ότι υδρογονάνθρακες δεν υπάρχουν και άλλα φαιδρά… Να τονιστεί ότι ένα βασικό σφάλμα, το οποίο ρίχνει νερό στον μύλο της Άγκυρας και φυσικά δεν άργησε αυτή να το εκμεταλλευτεί, είναι ότι δεν ορίσαμε τεμάχια σε όλο το εύρος της δυνητικής μας ΑΟΖ. Με αυτόν τον τρόπο αμέσως δικαιώσαμε με ηχηρό τρόπο τις όποιες αιτιάσεις της Τουρκίας και υποβαθμίσαμε στον μέγιστο βαθμό τη δική μας θέση.
Τέλος, μία νέα σχετικά κατάσταση που βιώνουμε είναι η έξαρση του μεταναστευτικού. Οι χειρισμοί ήταν κι εξακολουθούν να είναι μάλλον αναιμικοί, για να χρησιμοποιήσουμε έναν όρο πολιτικώς ορθό. Δεν έχει γίνει κατανοητό γιατί στα όργανα της Ε.Ε. δεν ζητάμε τα κονδύλια της Τουρκίας να αφορούν σε νέες δομές ή βελτίωση των υπαρχουσών και μόνο και αυτά που οδεύουν προς τη χώρα μας για την αγορά/κατασκευή μέσων πχ τεθωρακισμένα ή/και σκάφη της ακτοφυλακής για προστασία των συνόρων μας που όμως είναι και σύνορα της Ε.Ε.. Αντιθέτως, μέχρι τώρα η Ε.Ε. έχει χρηματοδοτήσει σημαντικούς αριθμούς τεθωρακισμένων και σκαφών της ακτοφυλακής της Τουρκίας τα οποία τα χρησιμοποιεί, πέρα από το προκαλεί την Ελλάδα, για να προωθεί παράνομους μετανάστες από διάφορες γωνιές της γης -που τους φέρνει στο έδαφός της με πτήσεις της Turkish Airlines-.Και εμάς κατά το πλείστον μας υποχρεώνει να λειτουργούμε ως… ξενοδοχείο! Εν τέλει είναι απορίας άξιο γιατί οι πολιτικοί μας κομπορρημονούν λαμβάνοντας αυτή την “βοήθεια”. Ειδικά τη στιγμή, που στα κρυφά αύξησαν τις υπάρχουσες δομές και γέμισαν την ενδοχώρα κάνοντας χώρο για νέες αφίξεις από τη γείτονα χώρα!
Αν κάποιος δει το πως λειτουργούμε σε σχέση με την Τουρκία αλλά και το μεταναστευτικό ακόμη και σήμερα που μιλάμε, θα φανταζόταν ότι εξακολουθεί στο υπουργείο εξωτερικών να υπάρχει η προηγούμενη διοίκηση…
Η άσκηση Εξωτερικής Πολιτικής δείχνει να έχει εκπέσει τελικά μόνο στην διαχείριση των τεκταινομένων, με στόχο την πολιτική επιβίωση των ιθυνόντων, μέσω μιας καλοστημένης και ακριβής πολλές φορές επικοινωνιακής πολιτικής, που σκοπεύει αποκλειστικά στο κομματικό κοινό. Όπως είναι φυσικό, όταν στηρίζεσαι στην επικοινωνία και όχι στον ορθολογισμό, όχι στη στρατηγική -παρόλο που ως λέξη τη χρησιμοποιείς διαρκώς- ούτε όμως και στην ισχύ -σε όλες τις εκφάνσεις του κράτους-, δεν αντέχεις την αντίθετη γνώμη-κριτική και καταφεύγεις στην προπαγάνδα (μπορείτε να διαβάσετε γι’ αυτήν λίγα πράγμα αν κι από διαφορετική βάση, εδώ) βλέποντας παντού… ακροδεξιούς! Στο πλαίσιο του κατευνασμού του κομματικού-εσωτερικού κοινού, επιστρατεύεται επίσης η μέχρι κάποιου σημείου επιτυχημένη “Εξωτερική Πολιτική της… κορνίζας”. Τι σημαίνει αυτό; Σε συναντήσεις που γίνονται με ομολόγους κι όχι μόνο, λέμε ναι σε όλα -γιατί δεν έχουμε ιδέα τι μας συμφέρει, ό,τι έγινε και στην περίπτωση της Συρίας που κάποιοι δικοί μας ήθελαν απεγνωσμένα να στηριχθεί από την Ελλάδα ο συρφετός των τουρκμένων και του ISIS που υποστηρίζει ακόμα και σήμερα η Τουρκία και που μέρος αυτών διακινεί άλλοτε ως “πρόσφυγες” στην Ευρώπη και άλλοτε ως μαχητές στην Λιβύη- και βγάζουμε στο τέλος, ή στην αρχή έστω, μια φωτογραφία που θα παίξει για τους πολίτες τον ίδιο ρόλο που έπαιζαν τα καθρεφτάκια για τους ιθαγενείς!
Εν κατακλείδι, εξαιτίας του ότι διαχρονικά όσοι αναλάμβαναν θέσεις στο ΥΠΕΞ, προφανώς όχι μόνο αυτοί αλλά και οι προϊστάμενοι τους, ενδιαφέρονταν μόνο στο να περάσει η θητεία τους “αναίμακτα” και να πάνε χρονικά παρακάτω, στον επόμενο ανασχηματισμό ή εκλογές, ο σχεδιασμός-υλοποίηση στρατηγικής δεν ήταν στις προτεραιότητές τους. Αυτό, δεδομένου ότι σίγουρα ο επόμενος ΥΠΕΞ θα άλλαζε τα πάντα εν ριπή οφθαλμού… Αυτή η τακτική έφερε το αποτέλεσμα αφενός να μην έχουμε ποτέ κάποιο σοβαρό σχέδιο, απόδειξη ο χειρισμός του θέματος της Μακεδονίας μας -τα αποτελέσματα της “συμφωνίας” θα τα βρίσκουμε μονίμως μπροστά μας-, και αφετέρου, εξαιτίας του ότι δεν έχουμε κάποιο σχέδιο, μονίμως να αντιδρούμε στα σχέδια των άλλων. Η πολιτική μας δηλαδή είναι reactive ενώ θα έπρεπε να είναι proactive. Η επιτυχημένη εξωτερική πολιτική θα πρέπει να προβλέπει και να επιτρέπει στην διατήρηση της πρωτοβουλίας. Θα έπρεπε να είναι γνωστό ότι η Φύση απεχθάνεται το κενό. Η συνεχής διολίσθηση των θέσεών μας, σε απλά ελληνικά υποχώρηση, μαντέψτε… δημιουργεί κενό, το οποίο καλύπτει η Τουρκία (βλ. Λιβύη, Αλβανία, Σκόπια). Μ’ αυτά και μ’ αυτά σχεδόν έχει καταφέρει να μας κυκλώσει με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ίδια την ακεραιότητά μας ως χώρα, σε εύλογο χρονικό διάστημα.
Επίλογος
Η Εξωτερική Πολιτική χρειάζεται σχεδιασμό, χρειάζεται πόρους τόσο υλικούς όσο και σε ανθρώπινο δυναμικό και σίγουρα χρειάζεται γνώση. Γνώση της κατάστασης της περιοχής ενδιαφέροντος, γνώση των παιχτών που θα κληθούμε είτε να αντιμετωπίσουμε είτε να συμμαχήσουμε μαζί τους και τέλος γνώση του τι είναι και πως δουλεύει το NATO και οι οργανισμοί που είμαστε μέρος τους -που ως τώρα φαίνεται ότι δεν κατέχουμε-.
Εξωτερική πολιτική δεν νοείται όταν η ατζέντα των πολιτικών διαφέρει στο εσωτερικό από το εξωτερικό. Μπορεί με μια ακριβή επικοινωνιακή πολιτική να σώζεται προσωρινά η κατάσταση αλλά σίγουρα αυτό δεν θα διαρκέσει για πάντα. Ο κάθε ΥΠΕΞ και όσοι τον περιστοιχίζουν καλό θα ήταν πέραν των κοινωνικών σχέσεων που θα του δώσουν και πάλι την πολυπόθητη έδρα, να γνωρίζει πρόσωπα και πράγματα στο NATO, ώστε και πληροφόρηση να έχει και να μπορεί προληπτικά να παρέμβει ώστε να αποτρέψει το οτιδήποτε ή να προάγει τα συμφέροντά μας.
Εξωτερική Πολιτική δεν είναι η μόνιμη επίκληση στο Διεθνές Δίκαιο. Επίσης, δεν συνιστά στρατηγική η επίκληση, μονίμως, του Διεθνούς Δικαίου. Είναι σαφές, ή θα έπρεπε να είναι, ότι αν ο γείτονας δεν θέλει για τους όποιους δικούς του λόγους, φαντασιώσεις κλπ., να συμμορφωθεί με το Διεθνές Δίκαιο -που εμείς ακολουθούμε- θα πρέπει να μπορούμε -και να θέλουμε κυρίως- να του το επιβάλλουμε, με κάθε τρόπο.
Θα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι για να έχουμε αποτελεσματική εξωτερική πολιτική θα πρέπει να έχουμε ισχυρή διπλωματία. Για να έχουμε ισχυρή διπλωματία θα πρέπει να έχουμε ισχυρότερες ένοπλες δυνάμεις τουλάχιστον από τους ανταγωνιστές. Όμως, ακόμα κι αν τα έχουμε όλα αυτά βασική προϋπόθεση για μια επιτυχημένη Εξωτερική Πολιτική είναι η εκάστοτε κυβέρνηση να έχει την πολιτική βούληση να κάνει χρήση των παραπάνω δύο παρεχόμενων εργαλείων όπου και όποτε χρειαστεί.
Η συνεχής επίκληση του Διεθνούς Δικαίου θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι εκλαμβάνεται ως μόνιμη αδυναμία και στην πραγματικότητα είναι τέτοια. Οι πολιτικοί μας θα έπρεπε να γνωρίζουν ότι αν υπάρχει εν τοις πράγμασι ανισορροπία δυνάμεων, ό,τι και να επικαλεστούν δεν θα ισχύσει το Διεθνές Δίκαιο αλλά ο… Θουκυδίδης:
“[5.89.1] ΑΘ. Ἡμεῖς τοίνυν οὔτε αὐτοὶ μετ᾽ ὀνομάτων καλῶν, ὡς ἢ δικαίως τὸν Μῆδον καταλύσαντες ἄρχομεν ἢ ἀδικούμενοι νῦν ἐπεξερχόμεθα, λόγων μῆκος ἄπιστον παρέξομεν, οὔθ᾽ ὑμᾶς ἀξιοῦμεν ἢ ὅτι Λακεδαιμονίων ἄποικοι ὄντες οὐ ξυνεστρατεύσατε ἢ ὡς ἡμᾶς οὐδὲν ἠδικήκατε λέγοντας οἴεσθαι πείσειν, τὰ δυνατὰ δ᾽ ἐξ ὧν ἑκάτεροι ἀληθῶς φρονοῦμεν διαπράσσεσθαι, ἐπισταμένους πρὸς εἰδότας ὅτι δίκαια μὲν ἐν τῷ ἀνθρωπείῳ λόγῳ ἀπὸ τῆς ἴσης ἀνάγκης κρίνεται, δυνατὰ δὲ οἱ προύχοντες πράσσουσι καὶ οἱ ἀσθενεῖς ξυγχωροῦσιν.”
[[5.89.1] ΑΘΗΝ. Λοιπόν κι εμείς δεν θα πούμε μεγάλα λόγια ούτε μακριές φράσεις για ν᾽ αποδείξομε ότι η νίκη μας επάνω στους Μήδους μάς έδωσε το δικαίωμα ν᾽ ασκούμε την ηγεμονία μας ή ότι εκστρατεύσαμε τώρα εναντίον σας επειδή μας αδικήσατε. Αυτά δεν θα σας έπειθαν. Αλλά και από σας ζητούμε να μην προσπαθήσετε να μας πείσετε λέγοντάς μας ότι, αν και άποικοι των Λακεδαιμονίων, δεν είσαστε σύμμαχοί τους ή ότι δεν μας βλάψατε ποτέ. Ας συζητήσομε, όμως, για το τί είναι δυνατόν να γίνει έχοντας υπόψη τους πραγματικούς σκοπούς του καθενός και ξέροντας ότι, στις ανθρώπινες σχέσεις, τα νομικά επιχειρήματα έχουν αξία όταν εκείνοι που τα επικαλούνται είναι περίπου ισόπαλοι σε δύναμη και ότι, αντίθετα, ο ισχυρός επιβάλλει ό,τι του επιτρέπει η δύναμή του και ο αδύνατος υποχωρεί όσο του το επιβάλλει η αδυναμία του.] – ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ – Ἱστορίαι (5.89.1).